Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρβάλι (το)

μεταλλική ή πήλινη (στα πήλινα σκεύη) λαβή που έμπαινε ή καρφωτή ή συσσωματωμένη στο σκεύος, ανάλογα με τη φύση των αντικειμένων.

Τα αρβάλια στα μεγάλα σκεύη ήταν δύο, όπως π.χ. στα καζάνια, στους λέβητες, στις κατσαρόλες, στα λαγήνια, στους μπότηδες, στους μαστέλλους κ.λπ., και ήταν διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Τοποθετούνταν δε σιμά στα χείλη του σκεύους.
Αρβάλια δύο έμπαιναν και σε έπιπλα, όπως στις κασέλες, φορτσέρια, μπαούλα κ.λπ.
Τα αρβάλια λέγονται και χερούλια.
Τα επιμήκη αρβάλια, όπως στο μπρίκι, το τηγάνι, κ.λπ. τα λένε και κοτσάνια. “Μου κόπηκε το κοτσάνι από το μπρίκι”.

Παροιμία: “Ο γύφτος όπου θέλει κολλάει το αρβάλι”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀρβάλ(ι): /τὸ/ (ἀρύβαλλος) = τοξοειδὴς κρικωμένη λαβὴ σκεύους «μπρακρατσάρβαλο».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


ἀρβάλι (τό): τοξοειδής λαβή σκεύους, (ΑΡΧ. = ἄρβηλος)

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


βλ. και αρβαλού

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.