αρτσίκλι (το)
τα πόδια του ανθρώπου, ιδίως των ψηλών.
φράσεις: “Μάζεψε τις αρτσίκλες σου, δα …” – “Άπλωσες τις αρτσίκλες σου σαν αγάς”.
και αρτσίκλα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρτσίκλι /τὸ/ (Ἰ. articolo) = ἄρθρον τοῦ σώματος, μέλος, σκέλος. «μάζωξε τ’ ἀρτσίκλια σου».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀρτσίκλι = γυμνή καί ἀδύνατη κνήμη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής