Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρτσίκλι (το)

τα πόδια του ανθρώπου, ιδίως των ψηλών.
φράσεις: “Μάζεψε τις αρτσίκλες σου, δα …” – “Άπλωσες τις αρτσίκλες σου σαν αγάς”.

και αρτσίκλα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀρτσίκλι /τὸ/ (Ἰ. articolo) = ἄρθρον τοῦ σώματος, μέλος, σκέλος. «μάζωξε τ’ ἀρτσίκλια σου».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀρτσίκλι = γυμνή καί ἀδύνατη κνήμη.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.