Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τρίγγα

Τρίγγα = ξέχειλο, τό ροΐ εἶναι τρίγγα (εἶναι ξέχειλο). βλ. και τίγκα

τριγγόνι (το)

το τρισέγγονο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τριγγόν(ι) /τὸ/ (τρὶς ἔγγονος) = τὸ τέκνον τοῦ δισεγγόνου, τὸ τρισέγγονον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τριγγόνι = τό τρισέγγονο. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τριγόφι (το)

καμάκι τρίδοντο τρίχαλο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρ(ι)γόφ(ι) /τὸ/ (τρὶς-γόμφος) = τρίαινα, τρίχηλος κάμαξ, τρίχαλο καμάκι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τριζόνι (το)

το έντομο γρύλλος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ροκάνα Γλωσσάριο Κ. Πατρίκιου

τρικούγουλο

πονίδι που θεραπεύεται με επιθέματα σκουριάς, κρασιού, ταμπάκου κ.ά. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

τρίμμα (η)

μικρό κομμάτι ψωμιού, ψίχουλο. μτφ.: λέγεται για πολλά πράγματα: Π.χ. “έφαγα ένα τρίμμα κρέας” – “Ένα τρίμμα φαΐ, και δεν μπορούμε να το απολαύσουμε” – “έβαλα στην πίτα ένα τρίμμα τυρί που το φύλαγα” – “δώσ΄ του κι αυτουνού ένα τρίμμα να μη ζηλεύει” ( μεταξύ παιδιών). Λεξικό του Λευκαδίτικου . . . Περισσότερα

τριμμόψιχα

η ψίχα του ψωμιού, στο ουδέτερο γένος. τα τριμμόψιχα = τα ψίχουλα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρ(ι)μόψ(ι)χα -ψίχ(ι) /ἡ, τὸ/ (τρίβω, τρύω, ψὶξ) = ψιχίον, ψίχουλο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τρίο

Τρίο /τὸ/ (Ἰ. trio) = ὁ ἀριθμὸς τρία, ἡ τριὰς ἀτόμων.

τριόδα ή τρίλιζα (η)

παιδικό παιγνίδι. Λέγεται και τρίτσα. Παίζεται από δύο παίχτες. Σε πλάκα ή τσιμέντο χαράζουν με χρώμα ή φύλλα δέντρου ή και κιμωλία ένα τριπλό ορθογώνιο, το ένα μέσα στ΄ άλλο. Ύστερα ενώνουν διαγώνια τα 3 ορθογώνια, κάνοντας στο μέσον κάθε πλευράς ορθογωνίου μια τελεία.  Κατόπιν τοποθετούν λιθαράκια (οι παίχτες είναι . . . Περισσότερα

τριόλα

Τριόλα /ἡ/ = παίγνιον παιζόμενον ἐπὶ διαγράμματος διὰ τριῶν χαλίκων ὑφ’ ὲκατέρου τῶν παικτῶν. (τριγλὶς) = μπαρμπουνάκι.

τρισκατάρατος

Αποκαλούνταν έτσι ο διάβολος. Το “τρις” μπροστά από τη λέξη “επιτείνει” την έννοια της,, όπως στις “τρισάθλιος”, “τρισευτυχισμένος” κ.λπ. (τρισκατάρατοι καλούνται και οι σταυρωταί του Χριστού).  

τριτάρ(ι)κος -η -ο

Τριτάρ(ι)κος -η -ο = ἀγρόκτημα διδόμενον εἰς καλλιεργητὴν ἢ συλλέκτην τῶν καρπῶν ἐπ’ ἀμοιβῇ τοῦ τρίτου τῆς συγκομιδῆς.

τριτάρικα

όταν καποιος έδινε τα χωράφια του για σπάρσιμο για ορισμένο χρόνο που μπορούσε να ανανεωθεί. Τα μίσθωναν με διάφορους τρόπους, όπως μισακά (μισό ο νοικοκύρης, μισό ο σέμπρος) τριτακά (2 μέρη ο νοικοκύρης, 1 ο σέμπρος) ή και αναπεντάρικα (3 μέρη ο μισθωτής και 2 ο νοικοκύρης). Από τη σειρά . . . Περισσότερα

τρίτσα (η)

ψάθινο καπέλο ρούχο χιλιομπαλωμένο. “έγινε τρίτσα … τρίτσα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρίτσα /ἡ/ (Ἰ. drizzare) = ψάθινος πίλος, ψαθάκι, ψάθινο καπέλλο. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τρίτσα = ὕφασμα ἤ ροῦχα καταξεσχισμένα, φοροῦσε ἕνα φουστάνι τρίτσα (καταξεσχισμένο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

τριτσάνα (η)

τριταίος πυρετός ελονοσίας. Θεραπευόταν απ΄ τους κομπογιαννίτες. Να μια συνταγή: “Το επίτιμον είναι βασιλικόν βοτάνι, γίνεται επάνω εις τα φρύγανα και μοιάζει ωσάν μαλλιά κόκκινα. Έχει βασιλικήν αρετήν. ιατρεύει την τριτζάνα και κουαρτάνα και πάσα θερμασιά” ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 131/30). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

τρίτσι (το)

ρούχο παλιό και τρύπιο με μπαλώματα. Το ρήμα τριτσώνω = μπαλώνω, συμμαζεύω το φθαρμένο ρούχο τριτσώνω τα ασκιά = τα ράβω στο απάνω ανοιχτό μέρος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρίτσ(ι)-τρίτσ(ι) (Ἰ. drizzare) = πλῆρες ἐμβαλωμάτων (ἔνδυμα). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τριτσοκώλι

Μπαλωμένο ρούχο. Τριτσώνω τ΄ασκιά (Κοντομίχης). “Ξε-τριτσώθ(η)κα”, όπου και η τρίτσα (τρέσα ,ταινιακό πλέγμα, λέξη γαλλική). Στην προκειμένη περίπτωση, ρούχο, ιδίως αντρικό παντελόνι, μπαλωμένο στον κώλο, γιατί εκεί φθείρεται (τρίβεται) περισσότερο. Από τη μετοχή τριμμένος (του ρήματος τρίβω), το α΄συνθετικό της λέξης (τριτσο …). Το κώλι” μιλάει μόνο του. To drizzare . . . Περισσότερα