Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τράτα

Τράτα /ἡ/ (Ἰ. tratta) = δίκτυον ἁλιείας συρόμενον ἀμφιπλεύρως ἀπὸ τῆς ἀκτῆς ἢ ἐφολκίου.

τραταμέντο (το)

το κέρασμα, ιδίως το σπιτικό. Το ρ. τρατάρω. “περάστε να σας τρατάρουμε”. Τα παλιά αναψυκτικά ή γλυκά του τραταμέντου ήταν: η μέντα, η μαστίχα, το ούζο, το τσίπουρο (κατά περιόδους), το κυδωνάτο (γλυκό κυδωνιού), η βασιλόπιτα και η μουστόπιτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τραταμέντο /τὸ/ (Ἰ. . . . Περισσότερα

τρατάρω καί τρατέρνω

Τρατάρω καί τρατέρνω (Ἰ. trattare) = προσφέρω ἀναψυκτικὸν ἢ γλύκισμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Τρατάρω: κερνάω, και τα τραταμέντα = τα κεράσματα. Ο τράφηξ –ηκος είναι η δοκός, η σανίς ή το τεμάχιον ξύλου, ο δίσκος σερβιρίσματος. Τα τραταμέντα είναι τα φερόμενα επί του δίσκου, τα κεράσματα. Υπάρχουν και οι . . . Περισσότερα

τρατολό(γ)ος

Τρατολόγος /ὁ/ (Ἰ. tratta-λέγω) = ἁλιεργάτης τῆς τράτας, ψαρᾶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από βόα του Μεγανησίου: ” Βόα της τράτας Μια τράτα ετσουμάρνησε από το Σπαρτοχώρι Τη συμπληρώσαν δυο παιδιά από το Κατωμέρι Η τράτα αυτή ήτανε του γέρο-Κονιδάρη (του Σκαμπανέα) είχε το γέρο Μουστακλή στην πλώρη σαν . . . Περισσότερα

τράτος (ο)

η φορά που παίρνει κάποιος αθλητής προκειμένου να πηδήσει. “Πάρε τράτο και βάλε δύναμη” ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου. φρ. “δεν έχω τράτο”=”δεν με παίρνει ο χρόνος”. άνεση χρόνου και τόπου. φρ.”έχω τράτο να κάμω ό,τι θέλω, δε με πιέζει τίποτα”. όρια προθυμίας. φρ. “το πληρώνω αργότερα, έχω . . . Περισσότερα

τράφος (ο)

χαντάκι, λάκκος πετρώδης και βαθύς Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τράφος /ὁ/ = τάφρος, ὄρυγμα, λάκκος βαθύς. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τραχανᾶς

Τραχανᾶς § ἀλεσμένος σῖτος καὶ ζυμωμένος μετὰ γάλακτος. Σημ. Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. λέγει «τραχανᾶς = πλακοῦς γαλακτώδης (Πλοῦτ. στ. 99)» – μήπως ἐκ τοῦ τραγανόν; –

τραχηλιά ή ξεχειλιά (η)

το κεντημένο μπροστινό μέρος του γυναικείου πουκάμισου, οι τραχηλιές, καμωμένες πάντα από ψιλό, λινό ύφασμα ή αποτελούσαν ξεχωριστό κομμάτι, που, αφού το κεντούσαν, το ΄ραβαν ή κεντούσαν τραχηλιά πάνω στο ίδιο το πουκάμισο. Τα κεντήματα της τραχηλιάς γίνονταν με ψιλή βελονιά με λεπτότατες αέρινες γραμμές. Σχημάτιζαν φύλλα με μίσχους, ανθάκια, . . . Περισσότερα

τράω

βλέπω, κοιτάζω. “Προχώρα και τράω εγώ”. Το αρχαίο τηρέω, Αριστοφάνης, Σφήκες, 1386: “τηρού μη λάβης υπώπια” = τήραξε μη φας ξύλο. παροιμία: “κάβουρα στραβά πατείς, τήραξε την προκοπή σου” (Ι.Ν.Σταματέλος). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τηράω -άζω (τηρέω -ῶ) = παρακολουθῶ διὰ τοῦ βλέμματος, παρατηρῶ, προσβλέπω. Τα . . . Περισσότερα

τρεμεντίνα (η)

είδος ρετσινιού, που χρησιμοποιούν οι λαϊκοί γιατροί του νησιού για την κατασκευή αλοιφών ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 161/142). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρεμεντίνα /ἡ/ (Ἰ. trementina) = τερεβυνθίνη, ρητίνη. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τρεμοκουκουλιάζω

τρέμω από το δυνατό κρύο. “Ετρεμοκουκούλιασα κι αναγκάστηκα ν΄ ανάψω φωτιά στην καλύβα, γιατί τα δάχτυλά μου είχαν παγώσει τελείως”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τρεμοκουκ(ου)λίζω -άζω (τρέμω, Ἰ. cucculo) = τρέμω ἐκ ψύχους, τρέμω σύγκορμος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τρέμουλα (η) καί τρέμολα

διακοσμητικό στοιχείο που στολίζει το νυφιάτικο φέσι της παραδοσιακής , “ρωμαίικης“, φορεσιάς. Είναι μεταλλική βέργα 0,10, το λεγόμενο κοτζί, που στέκει όρθια στην άκρη του φεσιού της νύφης. Στην κορυφή του το κοτζί έχει ένα άνθος πολύμισχο ή πολλά μαζί άνθη με φύλλα χρυσά,, πλουμισμένα με διαμαντόπετρες. Καθώς κινείται η νύφη . . . Περισσότερα

τρέντες

τρέντες: πιθανόν μέτρηση ποσότητας προγκῶν, τρεῖς δεκάδες, (BEN. trentèna = τρεῖς δεκάδες).

τρεπέτσι (το)

εντελώς ξένο πράγμα. Λέμε: το κρασί μας εξίνισε, είναι τέλεια τραπέτσι, δεν πίνεται Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τραπέτσ(ι) (τραπέω, Ἰ. tra-peggio) = δριμέως ὄξεινος, ὑπερβολικὰ ξυνός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ο Λάζαρης από ιταλικό tra-peggio. Δε φαίνεται να σχετίζεται άμεσα. Πάντως το αρχαίο τραπητός . . . Περισσότερα

τρεχάω

Τρεχάω § τρέχω. Ἐκ τούτου τρεχάκι καὶ πληθ. τρεχάκια = τὸ τρέξιμον. Π. τῶν παιδιῶνε τὰ ῥεχάκια καὶ τοῦ γέρου τὰ κανάκια. Σημ. Ὁ Βυζ. δὲν ἔχει τοὺς τύπους τούτους. Ἡ λ. ἐγένετο ἐκ τοῦ τρέχω (Σύλλ. 1) ἢ ἐκ τοῦ τροχάω (Σύλλ. 5).

τριαλαμπὲ(ς)

Τριαλαμπὲ(ς) /τὸ, ὁ/ = τὸ «τριλαμπές», ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία: «πρόσεξε γιατὶ θὰ στὸν ψάλλω τὸν τριαλαμπέ».

τριανέμι (το)

τόπος εκτεθειμένος στην πάλη και στα ρεύματα των ανέμων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τριανέμι /τὸ/ = τόπος διασταυρώσεως ἀνεμορευμάτων, χῶρος ἀνεμόπληκτος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τριβέλι (το)

τρυπάνι ξυλουργών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τριβέλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. trivello) = τρύπανον, ἀρίδα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τριβέλι (τό): ἀρίδα, (ΙΤ.  trivèla). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

τριβέλι ή αρίδα

εργαλείο διαφόρων επαγγελματιών, που με την περιστροφική του κίνηση τρυπάμε διάφορα αντικείμενα, ξύλα, αγριόξυλα για οικοδομές, σίδερο, πέτρες κ.λπ. Είναι συνώνυμο του τρυπάνου. Παροιμία: “Ηύρε η αρίδα το ρόζο”.

τριβόλι (το)

ποώδες και ακανθώδες φυτό. Το ζιζάνιο τρίβολος ο χερσαίος. Τα σκληρά σπέρματά του κολλάνε στα ρούχα των περαστικών ανάμεσα από ακανθώδη χωράφια. Συγγενικό φυτό είναι η κολλητσίδα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τριβόλ(ι) /τὸ/ (τρίβολος) = κοινὴ ὀνομασία τραχυσπέρμων φυτῶν ὧν τὰ σπέρματα προσκολλῶνται εἰς τὸν διερχόμενον. . . . Περισσότερα

τρίγγα

Τρίγγα = ξέχειλο, τό ροΐ εἶναι τρίγγα (εἶναι ξέχειλο). βλ. και τίγκα