Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ταρκαλίκα (η)

τειαφοσάκι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταρκαλίκα /ἡ/ (Ἰ. torcere-liccio) = θειαφοσάκι κρεμαστό. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τάρνα-τάρνα

Τάρνα-τάρνα (ἠχητ.) = ἐπῳδὸς πρὸς χορευόμενον βρέφος, στοργὴ καὶ ἀνοχὴ ἔναντι ἄλλου. «τὸν πάει τάρνα-τάρνα». βλ. τάχτα-τάχτα

ταρνανίζω

χορεύω στα χέρια μου ένα μωρό, με τον τραγουδιστικό ρυθμικό τόνο: τάρι-ρι και μπο-μπο μπο ή με το θωπευτικό τάρνα-τάρνα, τάρνα του ή τάχτα – τάχτα-τάχτα του. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταρνανίζω (ἠχητ.) = χορεύω τινὰ ἀνὰ χεῖρας, ἀνακινῶ ρυθμικῶς. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τάρτανα

Τάρτανα § τάρταρα, Π. κάτου ᾿ς τὰ Τάρτανα τῆς γῆς, κάτου ᾿ς τὸν κάτου κόσμο (ᾆσμ. 29). Σημ. τροπῇ ἰδιορρύθμῳ τοῦ ρ εἰς ν. Ὁ Βυζ. π. τὴν λ. ἣν μόνοι οἱ χωρ. μας μεταχειρίζονται.

τάρταρο

λάσπη, κατακάθι κρασιού, η τρυγιά Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη  

τασέλο (το)

το κομμάτι που κόβομε, για να δοκιμάσομε το καρπούζι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τασσέλο /τὸ/ (Ἰ. tasselo) = τεμάχιον πράγματος ἀντιστοιχοῦν εἰς τὴν ὀπὴν ἀπὸ τῆς ὁποίας ἀπεκόπη (τεμάχιον δοκιμῆς πεπονίου ἢ καρπουζίου). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τάσκα (η)

η σάκα του μαθητή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τάσκα /ἡ/ (Ἰ. tasca) = μαθητικὸν σακκίδιον, τσάντα δερματίνη. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τατάς (ο)

ο πατέρας, στο λεξιλόγιο των νηπίων Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τατᾶς, τάτας /ὁ/ (τέττα, σανσκρ. tatas, Λ. tata) = πατήρ, πατέρας (ἐκ τῶν πρώτων νηπιακῶν λέξεων). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Μια λέξη καθόλου Λευκαδίτικη, που όμως χρησιμοποιείται ευρύτατα στο χωριό και καλό είναι να . . . Περισσότερα

τάφη

ρακή από ζαχαροκάλαμο Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

ταχειά (επίρρ.)

του χρόνου, τον άλλο χρόνο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταχειὰ (τάχιον) = προσεχῶς, τὸ ἑπόμενον ἔτος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

ταχινή (η)

αυγή, πρωΐα. Σε συνταγή λαϊκογιατρού (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 68/9) διαβάζομε: “Περί ανθρώπου οπού έχει χολή και θέλει να τη βγάλει: “Έπαρε κολοκυνθιάς άγριας ρίζα και κοπάνισέ την καλά και βγάλε το ζουμί και ανακάτωσ΄ το μέλι και πίνε νηστικός εις την χάσιν του φεγγαριού τρεις ταχινές από . . . Περισσότερα

ταχτά (τα)

η λέξη σώζεται σε χργρφ. διαθήκη του 1644 στο χωριό Άλατρο: ” … κε να μου κάμουνε τα ταχτά μου κατά το πρέπον …”, δηλ. τρισάγια, σαραντάρια, λειτουργιές για το καλό της ψυχής της (Ροντογιάννης, Ιστορία Λευκάδας, τόμ. Α΄σελ. 441).

ταχτατεύω

Ταχτατεύω (ἠχητ. Τ. τὰχτ) = χορεύω τινὰ ἀνὰ χεῖρας, θάλπω μὲ στοργήν, περιποιοῦμαι. βλ. ταχταρίζω

ταχύ (το)

το πρωί. Συνταγή εζοχάδων: “Έπαρε αψινθιές και πλάσε ψωμίον. Έπειτα βάλε και τηγάνισέ τα με λάδι ακι τ΄ρωγε κάθε ταχύ νηστικός τρία”.

ταψί -ά

ήταν κατασκευασμένα από χαλκό και είχαν διάφορα μεγέθη. Χρησιμοποιούνταν για να ψήσουν στο φούρνο φαγητά και πίτες

τέγκι (το)

από το τέλος = κορυφή, κατάκορφα. μτφ.: πλήρως “Είναι στο τέγκι” = καλοζυγισμένο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τέγκι /τὸ/ (Π. Τ. τὲγκ) = τέγος, κορυφή, ἐπιφάνεια. «στὸ τέγκι»: πληρέστατα, ἐπακριβῶς. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

τεγκιάρω

Τεγκιάρω (Π. Τ. τὲγκ) = συμπιέζω εἰς δέματα σανὸν ἢ ἄλλο ὅμοιον πρᾶγμα.

τεγκλώνω

Τεγκλώνω (Ἰ. tegola) = κεραμοσκεπάζω, πλήττω διὰ κεράμου ἢ τούβλου, ἀκινητῶ πεισμόνως, τὰ στηλώνω, ἀποθνήσκω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης τεγκλώνω: κεραμοσκεπάζω, (ΙΤ. tegola = κεραμίδι). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου