Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στραβέλω (η)

η γυναίκα που δε βλέπει καλά ή είναι τυφλή Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στραβέλω /ἡ/ (στραβὸς) = διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, ἀσθενὴς τὴν ὄρασιν, τυφλή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στραβοκατ(ι)νάω

Στραβοκατινάω (στραβός, στρεβλός, Ἰ. catenare) = πάσχω ἡμιπληγίαν ἐκ τρόμου, τρομοκρατοῦμαι, καταπλήσσομαι. βλ. στραβοκατινίζω

στραβοκατινίζω

φοβούμαι ξαφνικά, σκιάζομαι μέχρι τρόμου: Όταν κανείς μας αιφνιδιάζει, μας σκιάζει με θόρυβο και φωνές.”Μπα, ξ΄τιανέ μ΄με στραβοκατίνισες” – “Είδα μια δεντρογαλιά και στραβοκατίνισα”. βλ. στραβοκατινάω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στραβοκατινώ, στραβώνω την σπονδυλική μου στήλη, στραβώνω τη μέση μου. “Πάμε να ιδής την τέντα μου . . . Περισσότερα

στραβολέκατος

αυτός που έχει στρεβλά άκρα ή είναι σωματικά ασύμμετρος. Αίνιγμα: “Στραβολέκατος γονιός, όμορφο παιδί / μεθυσμένο αγγόνι” (κλήμα, σταφύλι, κρασί). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στραβολέκατος -η -ο (στραβός, στρεβλός, Ἰ. legare) = στρεβλός, ἀσύμμετρος, πέτσικος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στραβομάρα (η)

χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις, όπως: “στραβωμάρααα!” για κείνον που παραπατεί ή μας πατεί “κάμε στραβομάρα σου …” = κάμε τη δουλειά σου εσύ και μη μας ενοχλείς “τον αφήνει ο τζόγος να κοιτάξει δα και τη στραβομάρα τους” “Άει στη στραβομάρα σου” = πήγαινε στο καλό και παράτα μας “Δεν κοιτάς . . . Περισσότερα

στραβοσφάης (ο)

αυτός που έχει στραβό λαιμό, στραβή σφαγή που ο σβέρκος του γέρνει ακίνητος από τη μια μεριά Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στραβοσφά(γ)ης -ω (στραβός, στρεβλὸς-σφαγὴ) = στραβολαίμης, ὁ ἔχων στρεβλὸν τράχηλον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στραβωμός, ο

Στραβωμός, ο: ή στραβωμάρα = μεταφορική έννοια ελλειμματικής όρασης, αδυναμία εκτέλεσης μιας κοινής ενασχόλησης, π.χ. «το στραβωμό τ’ς, σα χαϊδοκόπελα που ’ναι, δεν ξέρ’ να κεντάει…»

στραγκουλίζω

παθαίνω διάστρεμμα στα στραγάλια “εστραγκούλιξα το πόδι μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στραγκ(ου)λίζω (στραγγαλίζω) = διαστρέφω ἄρθρωσιν, παθαίνω διάστρεμμα, στραμπουλίζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στρὰκ

Στρὰκ /τὸ/ (ἠχητ.) = κροτὶς πυρίτιδος (ἐκ τῶν συνειθιζομένων τὸ Πάσχα).  

στράκες

Το ιταλικό stracca, εδώ το τσάκισμα, η τσάκιση του παντελονιού, που κατά το βάδισμα έπρεπε να κάνει “στράκες”. Ηχομιμητική λέξη κυρίως από το θόρυβο του μαστιγίου των αμαξηλάτων “και” απόψε θα κάνω στράκες με το καινούριο μου φόρεμα (Μπαμπινιώτης). Στο χωριό ειδικά για την τσάκιση του παντελονιού, που κατά το . . . Περισσότερα

στρακώνω και στρακόνω

στρώνω μια μικρή έκταση γης, αλώνι, αυλή, εσωτερικό σπιτιού ή και δρόμο ολόκληρο μπήγοντας πέτρες, για να γίνει ο τόπος αυτός σκληρός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρακόνω (ὄστρακον -όω) = σκληρύνω ἐδαφικὴν ἐπιφάνειαν διὰ κυλινδρώσεως, ἁλωνισμοῦ ἢ ἐπιπατήσεως. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στραπατσαλός (ο)

ο κοινώς λεγόμενος παταλός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στραπατσαλὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. stra-pazziuolo) = ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος, ἄρρυθμος τὰς κινήσεις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στραπατσάρω και στραπάτσο

Στραπατσάρω (Ἰ. strapazzare) = κακοποιῶ, προσβάλλω, ἐξευτελίζω. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Στραπάτσο (το) μεγάλη ζημιά. “Γίνανε στραπάτσο”. Εϊναι το ιταλικό strapazzo. Έπαθε μεγάλο στραπάτσο, δηλαδή μειώθηκε ηθικά. (τσαλακώθηκε). Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

στράτα (ἡ)

στράτα (ἡ): δρόμος, (ΙΤ. strada καί strata στήν σικελική διάλε­κτο). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων Στράτα /ἡ/ (Ἰ. strada) = δρόμος, ἀτραπός, μονοπάτι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Από το λατινικό strata, έννοια via “στρωμένος δρόμος”. Και αυτό από το ελληνικό στρώνυμι, στρώνω. Το πρώτο βάδισμα του μωρού γίνεται με τη . . . Περισσότερα

στρατιὰ

Στρατιὰ /ἡ/ (Ἰ. strada) = διαδρομὴ ἔμφορτος. «νιὰ στρατιὰ σταφύλια».

στρατοκαρτέρι

ενέδρα σε μια άκρη του δρόμου για εκδίκηση ή φόνο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρατοκαρτέρ(ι) /τὸ/ (Ἰ. strada-καρτεράω -ῶ) = ἀναμονὴ καθ᾿ ὁδὸν πρὸς κακοποίησιν ἢ ἐξόντωσιν, ἐνέδρα. βλ στρατοκρατία Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στρατόνι (το)

στενό δρομάκι, στέρεο, που χρησιμοποιούσαν οι ποτιστάδες στα περιβόλια. Περπατούσαν σε αυτό οδηγώντας το νερό στ΄ αυλάκια χωρίς να βουλιάζουν τα στενά δρομάκια γενικά, στο εσωτερικό των περιβολιών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στρατόνι /τὸ/ (Ἰ. strada-one) = ἐσωτερικὴ ἀτραπὸς ἀγροκτήματος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στράτσα (η)

πρόχειρη πετσέτα χεριών και προσώπου ένα κομμάτι πανί οτιδήποτε για πρόχειρο σκούπισμα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στράτσα = πρόχειρη πετσέτα προσώπου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

στράτσο (το)

πατσαβούρα – στραπατσόχαρτο (το) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στράτσο /τὸ/ (Ἰ. straccio) = ράκος, πατσαβοῦρα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης