Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στάφνη (η)

η τάξη, το καλοζύγισμα, διευθέτηση Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στάφνη § τάξις. Π. τὤβαλε σὲ στάφνη. Ἐκ τούτου τὸ σταφνίζω = τακτοποιῶ. Σημ. Ἐκ τοῦ στάθμη (Σύλλ. 20 37). Ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν  Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

σταφνίζω

καλοζυγιάζω, τακτοποιώ με προσοχή. ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄: “.., Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια και το σταφνίζει στο καυκί“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταφνίζω (σταθμίζω) = τοποθετῶ μὲ τάξιν, τακτοποιῶ, εὐθετῶ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σταφνίζω ἰδ. στάφνη. Σύλλαβος – . . . Περισσότερα

σταφυλίτης (ο)

η επιγλωττίδα που κρέμεται  στο λάρυγγα ριζωμένη στο βάθος της υπερώας. Ο σταφυλίτης όταν “πέσει” είναι ενοχλητικός. Οι λαϊκοί γιατροί θεράπευαν την πάθηση: “Όταν κατεβή ο σταφυλίτης του ανθρώπου, ας μάσει του άσπρου λαχάνου τα φύλλα και ας κρατεί το ζουμί με εκείνο εις το στόμα του ολίγην ώραν και . . . Περισσότερα

σταχτοπάνι (το)

το αραιό ύφασμα – συνήθως τμήμα σακακιού – που έστρωναν πάνω από τα ρούχα της μπουγάδας για να μην περνάει η στάχτη της αλισίβας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταχτοπάν(ι) /τὸ/ (στάζω, στάκτη-πηνίον) = τὸ ὕφασμα ποὺ τοποθετεῖται ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἀσπρόρρουχα τῆς μπουγάδας διὰ νὰ συγκρατῇ . . . Περισσότερα

σταχτοπύρι (το)

κομμάτι από τρίχινο ή μάλλινο ύφασμα, εμποτισμένο με πολτό στάχτης, καλά ζεσταμένο, μέσα στον οποίο έριχναν τρίμματα ρίγανης και ξύδι, και το οποίο το έβαναν κατάσαρκα για να καταπραΰνουν κωλικούς της κοιλιάς. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταχτοπῦρ(ι) /τὸ/ (στάζω, στάκτη-πῦρ) = ἐπίθεμα πρὸς πράϋνσιν κωλικῶν τῆς . . . Περισσότερα

στείμμα

Στείμμα /τὸ/ (στείβω) = ποσότης ἐλαιοκαρποῦ ἐξ ἧς παράγεται ἐκθλιπτέος πολτὸς διὰ μίαν στήλην «στάσι» ἐλαιοπάνων ἐν τῷ πιεστηρίῳ (περίπου 52), ἤτοι 10-15 μέτρα (λάτες) ἐλαιοκαρποῦ.

στειψά (η)

η δουλειά που χρειάζεται για να στείψουν στη μηχανή του παλιού λιτρουβειού με τα τσόλια ποσότητα ελαιόκαρπου, που δεν υπερβαίνει τους 10-15 τενεκέδες καρπού. “Έκαμα μια στειψά ελιές πρώιμα” στειψά = ποσότητα ελαιοκάρπου που στείβεται. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στ(ει)ψὰ /ἡ/ (στείβω) = ἡ ἐργασία ποὺ . . . Περισσότερα

στέκα (η)

άλλη ονομασία του καμπζέτου με καλάμια, είδος στηθόδεσμου για παντρεμένες για να κρατιέται καλά και να είναι μπροστά ο μπούστος της γυναίκας. Αποτελεί απαραίτητο εξάρτημα της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς, τα “Ρωμαίικα“. Σε αρκετές περιπτώσεις – ιδίως στην πόλη – η στέκα ήταν ένα ντυμένο με λεπτό άσπρο ύφασμα χαρτί που . . . Περισσότερα

στέκει

Στέκει (ἀπρόσ.), § πρέπει, ἁρμόζει. Π. δὲ σοῦ στέκει νὰ παίζῃς μὲ τὰ παιδιά. Σημ. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν σημασίαν ταύτην.

στέκολα

(μτφ) στηρίγματα, δυνάμεις (Από το Ιτλ. stegola = η λαβή του αρότρου και  stegolo = η αντένα ανεμόμυλου)

στεκούλι

φυτό του γένους των συμφύτων. Ποώδες και πολυετές, κτηνοτροφικό, φαρμακευτικό και κοσμητικό. Χρησιμοποιείται σαν μαλακτικό για το στομάχι και το πλύσιμο των πληγών. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

στελιάζω

βάνω το στελιάρι στο σιδερένιο εργαλείο, σκαπτικό ή κοπτικό, όταν αυτό είναι ξεστέλιαστο. μτφ.: ξεστέλιαστους λένε και τους ανθρώπους που δεν στέκουν καλά στα πόδια τους, τους παταλούς, τους άπλερους. “Σαν ξεστέλιαστος πας …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στελιάζω (στελειόω) = προσαρμόζω ἐργαλεῖον εἰς τὸν στειλεόν του. . . . Περισσότερα

στελιάρ(ι)

Στελιάρ(ι) /τὸ/ (στειλεὸς) = στυλάριον, στελεὸς ἐργαλείου, ἀμαθής, βλάξ.

στελίτης (ο)

η μυαλγία του αυχένα σε ανθρώπους και ζώα. “μου πιάστηκε ο σβέρκος, έβγαλα το στελίτη” – “είμαι όπως ο λύκος που δεν μπορεί να γυρίσει το σβέρκο του”. Οι λαϊκογιατροί και ξορκίστρες γιάτρευαν το στελίτη με το “κόψιμο” που γινόταν με το τσεκούρι και είχε την έννοια ότι – τάχα . . . Περισσότερα

στενοκοῦκ(ι)

Στενοκοῦκ(ι) /τὸ/ (στενὸς-κόκκος) = μικρόλουβο κουκί, μικρόσωμος ποικιλία κυάμου.

στενομπούκι (το)

στενό φόρεμα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στενομποῦκ(ι) /τὸ/ (στενὸς-Ἰ. buca) = πρᾶγμα ποὺ ἔχει στενὸν στόμιον, φόρεμα στενό. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στενωσ(ι)ὰ

Στενωσ(ι)ὰ /ἡ/ = στένωσις, περιωρισμένος χῶρος, στενὴ πάροδος, συνωστισμός.

στένωση (η)

αρρώστια των ζώων, βρογχοπνευμονική. Οι λαϊκογιατροί τη θεράπευαν ως εξής: “Μάσε πεντενεύρι φύλλα και από μυρτιά. Βράστα με νερό, να τα πίνει με μέλι και λαβαίνει θεραπειά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στένωση /ἡ/ (στένωσις) = χρονία βρογχοπνευμονικὴ νόσος τῶν ὑποζυγίων προκαλοῦσα ἀσθματικὰ συμπτώματα καὶ μειοῦσα σοβαρῶς . . . Περισσότερα

στεφάνι

παιδικό αυτοσχέδιο παιχνιδι. Ένα σιδεροστέφανο βαγενιού ή βαρελιού που το κυλούσαν στους δρόμους με τη βοήθεια σιδερένιας βέργας, που στο κάτω μέρος της είχε μιαν υποδοχή, όσο το πλάτος του στεφανιού. Γι΄ αυτό το παιχνίδι, συνήθως μαζεύονταν παρέες και συναγωνίζονταν στη γρηγοράδα, αλλά και στο ποιος θα κυλήσει το μεγαλύτερο . . . Περισσότερα

στεφανοσκέπασμα (το)

άραφο φόρεμα δώρο του νουνού στη νύφη. Το φόρεμα αυτό το προσκομίζουν στην εκκλησία πριν από το μυστήριο, σ΄ ένα δίσκο μαζί με τα στέφανα του γάμου, τις νυφικές λαμπάδες, τα κουφέτα και το ρύζι. Κατά το μυστήριο, αφού ο κουμπάρος αλλάξει τα στέφανα των νεονύμφων, τους σκεπάζει με το . . . Περισσότερα

στεφανούδι (το)

ωδικό αποδημητικό πουλί που φτάνει στον τόπο μας στις αρχές της άνοιξης. Κι ο λαός λέει: “Τα στεφανούδια ήρθαν, κόψτε-βάψτε-ράψτε κι έφτασε η Λαμπρή”. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 905: “Της στεφανούδας τον ψιλόν αχό, / το ανάριο λάλημα … “. Και Αλαφρ. Ι, 1070: “τη στεφανούδα να γητέψω …”. Λεξικό . . . Περισσότερα