Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταματήρα (η)

εξάρτημα του νερόμυλου. Μια σανίδα στερεωμένη στον άξονα, κοντά στο προκάναλο που όταν μετακινούταν μπροστά στο προφύσουνο, το νερό εκτρεπόταν και δεν χτυπούσε πια τα κουτάλια της φτερωτής και σταματούσε η λειτουργία του νερόμυλου. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

σταμνί (το)

μέτρο χωρητικότητας των βαγενιών. 1 σταμνί = 18 καρτούτσα. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

στάμπα

Στάμπα /ἡ/ (Ἰ. stampa) = πρότυπον, σχέδιον,  σφραγίς, ἐκτύπωσις, ὕφασμα χρωματισμένον δι᾿ ἐκτυπώσεως (ἐμπριμέ).

σταμπάρω

Σταμπάρω (Ἰ. stampare) = σφραγίζω, σημειῶ, ἐκλέγω, ἐποφθαλμιῶ, ξεχωρίζω.

στάμπιλε

μόνιμος, ακίνητος, σταθερός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στάμπιλε (Ἰ. stabile) = στερεός, ἀκίνητος, μόνιμος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στάμπινο

επίθ. (< la stampa)  με στάμπες, με σταμπωτές φιγούρες (αναφ. σε ύφασμα)

στανιάρω

διορθώνω, κολλάω, στεγανοποιώ ένα δοχείο που στάζει. Στα δέρματα = σκληραίνω Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στανιάρω (Ἰ. stagnare) = στεγανοποιῶ, σταματῶ τὴν διαρροὴν ἀγγείου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης στανιάρω: συσφίγγω, στεγανοποιῶ, (ΙΤ. stagnare). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

στανιό (το)

κάτι που γίνεται ακούσια, παρά τη θέληση μας. “με το στανιό το πήρα” – “γαμώ το στανιό σου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στανιὀ /τὸ/ (Λ. stanno -are) = βία, πειθαναγκασμός, ἐκβίασις. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης «(Με το) στανιό» = με το ζόρι, εκ του ρ. . . . Περισσότερα

σταντζόλα

Σταντζόλα /ἡ/ (Ἰ. stanziale) = ὄργανον (τεμάχιον σανίδος) τῇ βοηθείᾳ τοῦ ὁποίου οἱ λεμβουργοὶ ὑπολογίζουν τὰς καμπυλότητας καὶ παρεκκλίσεις εἰς τὴν ἐργασίαν των.

σταρήθρα (η)

το πουλί σπουργίτης. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ., Ι 320: “Τα στάχυα που ελουζόντανε οι σταρήθρες, / σε κάθε διάβα σύγνεφου …” αγριολάχανο για λαχανόπιτες.

στάση

το σύνολο των “τσολιών” (πάνω από πενήντα) πουέβαζαν κάθε φορά για στίψιμο στο ελαιοτριβείο

στάση

τα τσόλια που στήνονται μέσα στην τέψα το ένα πάνω στο άλλο. Σε κάθε στάση έβαναν 30 και περισσότερα τσόλια. Για κάθε στάση άλεθαν 13-14 λάτες ελιές. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη  

στασό (το)

στάση, σταμάτημα. “δεν έχω στασό” = δεν μπορώ να σταθώ πουθενά. Το λένε κυρίως οι μανάδες στα αεικίνητα παιδιά τους.

στατά (επίρρ.)

εν στάσει – πήδημα χωρίς απίδρομο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στατὰ (ἵσταμαι, στατὸς) = ἐξ ἀκινήτου θέσεως, ἄνευ φορᾶς, ὄρθιος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

στατέρι (το)

η γνωστή ζυγαριά με μακρύ στέλεχος και δίσκο ή τσιγκέλι (ρωμαϊκός ζυγός). το βρίσκομε από παλιά. Σε κατγρφ, περιουσίας του 1851: “ένα παλιοστάτερο”. φράση: “Δεν σε σηκώνει καντάρι” – είναι υπερβολικός, ανυπόφορος, κ.λπ.

σταυρογέλεκο (το)

το σταυρωτό αντρικό γελέκι της παραδοσιακής λευκαδίτικης φορεσιάς. Ήταν διακοσμημένο με γαϊτάνια και κεντημένο πλούσια. Μάλλινο, μπαμπακερό ή τσόχινο ήταν διακοσμημένο με οτρές και αλυσιδίτσες με κρεμαστά μικρονομίσματα. Το φορούσαν κυρίως οι γαμπροί. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταυρογέλεκο /τὸ/ (σταυρὸς-ἄλληξ, Τ. Σ. γελέκ, Ἀλ. jελjὲκ) = . . . Περισσότερα

σταυρός (ο) / Σταυρός

εξάρτημα του νερόμυλου. Πρόκειται για τον ρυθμιστή της ποιότητας του αλευριού που έβγαινε.  Δηλαδή αν είναι ψιλό, μέτριο, ή χοντροκομμένο ανάλογα πως το ήθελαν. Αυτό κανονίζοταν με το ανεβοκατέβασμα του απανωλιθαριού, έργο που γινόταν με τον σταυρό, που ήταν κάθετος άξονας απο αγριόξυλο, που το κάτω μέρος του ήταν μπληγμένο . . . Περισσότερα

σταύρωμα

(του αμπελιού): Τα υπολείμματα του τραπεζιού σ΄ όλο το δωδεκαήμερο, δεν τα πετούσαν, μόνο τα συγκέντρωναν και τα πήγαιναν την ημέρα των Φώτων και τα ΄ριχναν στα αμπέλια σταυρωτά, για να φύγουν τα σκαθάρια: “Φευγάτε, σκαθάρια, γιατί σας κυνηγάει η παγανόσταχτη”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταύρωμα . . . Περισσότερα

σταυρώνω

ενοχλώ, πειράζω κάποιον “Μη με σταυρώνεις, σε παρακαλώ …” – “Αααα…, με παρασταύρωσες βλέπω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταυρώνω (σταυρὸς) = βασανίζω, ἐνοχλῶ, προκαλῶ, διασταυρῶ, κάμνω εἰς ἄλλον τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, ἐνεργῶ ἐξόρκιον μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σταυρωτήρι (το)

πειραχτήρι, ενοχλητικός άνθρωπος. “Είναι ένα σταυρωτήρι αυτό το παιδί”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταυρωτῆρ(ι) /τὸ/ (σταυρὸς) = βασανιστικός, ἐνοχλητικός, προκλητικός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σταφ(υ)λίτ(η)ς

Σταφ(υ)λίτ(η)ς /ὁ/ (σταφυλὴ) = ἡ εἰς τὸ βάθος τῆς ὑπερῴας πρὸς τὸν λάρυγγα κρεμαμένη ἐπιγλωττὶς ἢ κιονίς.

σταφιδάλωνο

τα ετοίμαζαν στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου. Δεν είχαν πάντα το σχήμα του αλωνιού. Συνήθως ήταν επίπεδοι τόποι μήκους 20-30 μέτρων και πλάτους 4-5 μέτρων σε επικλινές όμως έδαφος για το ενδεχόμενο της βροχής, που, αφού τους ίσωζαν, τους πατούσαν καλά να στρακώσει (=πετρώσει) η επιφάνεια τους, κι ύστερα . . . Περισσότερα