αφθονία πραγμάτων, προϊόντων σίφουνας από μικροέντομα, σκνίπες, κουνούπια, μυρμήγκια κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπροῦχν(ι) /τὸ/ (σπειροῦχος, σπείρα-ἔχω) = ἐν συγκεντρωμένῃ ἀφθονίᾳ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
τα χάνω, θαυμάζω εκπλήσσομαι, στέκω αμήχανος. “Μόλις το άκουσα εστπίρ΄σε ο νους μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Στουπίρω (Ἰ. stupire) = ἐκπλήσσομαι, θαμβοῦμαι, ἀποβλακοῦμαι ἐκ καταπλήξεως ἢ ἀμηχανίας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
αποκόβω, στρολογάω, πετώ τα στείρα βλαστάρια του αμπελιού ή και άλλων φυτών γιατί δεν πρόκειται να καρπίσουν ποτέ και είναι και ζημιογόνα.
Στ(ει)ράδ(ι) /τὸ/ (στεῖρος) = τὸ ἀρσενικὸν τοῦ ἰχθῦος «κέφαλος».
Στ(ει)ρολογάω (στεῖρος-λέγω) = ἀφαιρῶ τοὺς στείρυς βλαστοὺς ἀμπέλου ἢ ἄλλων φυτευμάτων, καθαρίζω ἀπὸ ἀχρήστων βλαστημάτων.
Στ(ι)βάλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. stivale) βλ. λ. στιβαλέτο.
Στ(ι)γερὸ βλ. λ. στιχερό.
Στιχερὸ /τὸ/ (στιχηρός, στοιχίζω) = ὁ εἰς τὸ κέντρον τοῦ ἁλωνίου ἐμπηγνυόμενος πάσσαλος ἀπὸ τὸν ὀποῖον προσδένονται οἱ στιχηδὸν ἁλωνίζοντες ἵπποι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Στιχερό = ὁ κεντρικός πάσσαλος τοῦ ἁλωνιοῦ πού δένονται τά ἄλογα γιά τό ἁλώνισμα τῶν σιτηρῶν. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. . . . Περισσότερα
Στοιγερό, στοιχερὸ βλ. λ. στιχερό.
Στ(ου)βάζω = στοιβάζω, πιέζω, συμπιέζω.
Στ(ου)βαχτὰ = στοιβηδόν, μετὰ πιέσεως, ἐν συμπιέσει.
Στ(ου)μπανάω (στύπος) = πλήσσω μὲ ξῦλον, κόπανον ἢ γρόνθον, κοπανίζω, κτυπῶ ἐπιμόνως.
Στ(υ)λάρ(ι) /τὸ/ (στύλος) = κινητὸν ξύλινον ἀντέρεισμα τοῦ θυροφύλλου πρὸς τὸν τοῖχον, ξύλινος μοχλός.
Σταντέρι /τὸ/ = στατήρ, ζυγὸς μὲ βαρύδιον κινητὸν ἐπὶ μεταλλικοῦ βραχίονος μὲ ὑποδιαιρέσεις.
κυρτό στο πίσω μέρος ξύλο του αλετριού, μπηγμένο πλάγια στην πισινή άκρη της αλετροπόδας. Φτάνει πιο πέρα (πάνω) από το γενί παράλληλα προς το αλετροπόδι. Στην άκρη του σταβαριού έμπαινε ένας γάντζος απ΄ όπου πιανόταν ο ζυγός. (αλέτρι). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταβάρ(ι) /τὸ/ (ἱστοβόη) = . . . Περισσότερα
Σταβὲ(ν)τ βλ. λ. σοταβέντε
χάλκινος, “κατσαρόλα στάγγινη”.
είδος πιάτου. Σε διαθήκη της “σοφίας γυνής Π. Λινάρδου” 1686 διαβάζομε: “και τέσσαρους στάγκους” (άφηνε στο μοναστήρι του Αγ. Ιωάννου στο Λιβάδι) (περιοδ. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ 1884-5 εργασία Ν. Πετρή, Γυμνασιάρχου).
Σταγκάρω (Ἰ. stangare) = κτυπῶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἐμπηχθείσης καρφίδος μὲ τὸν ζουμπᾶν διὰ νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὴν σανίδα.
αυτός που παρατηρεί μια εργασία χωρίς να συμμετέχει
Σταλικοπόδ(ι) /τὸ/ (σταλὶς-ποῦς) = τὸ πόδι, τὸ δίχαλον τοῦ «σταλικιοῦ».
Σταλικοποδιάζω (σταλὶς-ποῦς) = καταπονοῦμαι εἰς ὀρθοστασίαν ἀναμονῆς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σταλικοποδιάζομαι § Μέσ. κουράζομαι τοὺς πόδας ἱστάμενος. Σημ. ἐκ τοῦ στήληξ (- στήλη) καὶ ποῦς Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
λέγεται για τα οικιακά ζώα, όταν ακινητούν λόγω κοπώσεως, ζέστης, κ.λπ. αλλά και όταν είναι δεμένα κάπου και δεν βρίσκουν τροφή. για τα κοπάδια το σταλίζω έχει άλλη σημασία: σταλίζουν ομαδικά στο στάλο, τόπο αναπαύσεως του κοπαδιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταλίζω (σταλὶς) = ἀκινητῶ σἂν . . . Περισσότερα
ξύλινο μικρό κοντάρι που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να προωθούν τα μικρά τους πλεούμενα σε αβαθή νερά. Στο ένα άκρο, το σταλίκι είναι διχαλωτό, και αυτό στηρίζουν στο βυθό για να μη βυθίζεται στη λάσπη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταλίκ(ι) (σταλὶς) = κοντὸς διχαλωτὸς εἰς τὸ . . . Περισσότερα
αμετακίνητο, σταματημένο βλ. σταλικώνω
περιμένω σε ορθοστασία κάποιον. “Εσταλίκωσα απ΄ την ορθοστασία” – “εσταλίκωσα στα ποδάρια μου” = σταλικοπόδιασα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταλικώνω (σταλὶς) = καταπονοῦμαι ἐν ὀρθοστασίᾳ ἀναμονῆς ἢ ἔργου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
και στάλος. Σημέιο ανάπαυσης ζώων
βλ. στάλισμα. Ξύλα όρθια και οριζόντια κάτω από τις αγραπιδιές που σχημάτιζαν ένα κάλυμμα από φτέρες. αστραγαλιές, ή άλλους θάμνους για τη διαμονή των ζώων την καλοκαιρινή περίοδο
Σταλωμένο = σκληραμένο, στάλωσαν τά χόρτα (σκλήραιναν τά χόρτα), μαράθηκαν.
μεστώνω, ξυλοποιούμαι. “Τα φασόλια εσταλώσανε”, δηλ. θέλουν μάζωμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σταλώνω (σταλὶς) = στελεχοποιοῦμαι, σκληρύνομαι, στερεοποιοῦμαι (ἐπὶ καρπῶν καὶ φυτῶν): «ἐσταλώσανε τὰ μπιζέλια». Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης πήζω “Άσε τ΄ αυγά να σταλώσουν και μετά τα σερβίρεις” Αναμνηστικό λέξεων – Γιώτα και Γιώργος . . . Περισσότερα