Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπετσαρόλα

όργανο των ξυλουργών, που λαξεύει κατά περίπτωση ή σιάζει τα δόντια των μεγάλων πριονιών. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπετσαρόλα /ἡ/ (Ἰ. specie) = τὸ ἀργαλεῖον ποὺ λοξεύει ἐναλλὰξ τὰ δόντια τοῦ πριονιοῦ (διὰ νὰ ἔχῃ «δρόμο»). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπετσέρης

ο φαρμακοποιός Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπετσέρης /ὁ/ (Ἰ. speziale) = φαρμακοποιός, φαρμακοπώλης. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπηλώνω

καταφεύγω προς πρόχειρη στέγαση, για να προφυλαχτώ από την κακοκαιρία

σπιά(ν)τζα (η)

μικρή και ασφαλής αμμώδης παραλία. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπιάντζα /ἡ/ (Ἰ. spiaggia) = ἀμμώδης παραλία, ἀμμουδιὰ παραλίας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Από βόα του Μεγανησίου: ” Βόα της τράτας Μια τράτα ετσουμάρνησε από το Σπαρτοχώρι Τη συμπληρώσαν δυο παιδιά από το Κατωμέρι Η τράτα . . . Περισσότερα

σπίθα

Σπίθα /ἡ/ = σπινθὴρ (Ἰ. spicchio) = σφὴν ὑπεγέρσεως ἢ ὑποστηρίξεως βαρέως ἀντικειμένου.

σπιθούλι (το)

μικρό σπυράκι, κοινώς κορφούλα τα μικρά άσπρα σκουλήκια που πιάνει το τυρί σπιτικής παρασκευής. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπ(ι)θοῦλι /τὸ/ (σπινθὴρ) = ἴονθος, κορφοῦλα, σπυράκι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Έβγαλα λέμε, ένα σπιθούλι. Είναι από τη λέξη σπίθα. Σπιθούρι και σπιθουράκι (σε μας ιδιωματικά . . . Περισσότερα

σπίλα (η)

κόσμημα – χρυσαφικό – της νύφης και της παντρεμένης γενικά (Η Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, σελ. 77). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπίλα /ἡ/ (Ἰ. spilla) = καρφίτσα στολισμοῦ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπιρτάδα (η)

η έντονη, καυστική οσμή που έχει το γερό κρασί, ή και το οινόπνευμα, “ο κρασί μας έχει πολλή σπιρτάδα, δεν πίνεται ανέρωτο” η οξύτητα του μυαλού, η εξυπνάδα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπιρτάδα /ἡ/ (Ἰ. spirito) = δριμύτης ἀερίου ἢ ὄζοντος ὑγροῦ εἰς τὴν ὄσφρησιν καὶ . . . Περισσότερα

σπίρτο (το)

το οινόπνευμα το νιτρικό άλας που βάνουν στη βαφή των μάλλινων ρούχων οι γυναίκες, για να μη βγαίνει το χρώμα ο ευφυής, ο τετραπέρατος ο πεπειραμένος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπίρτο /τὸ/ (Ἰ. spirito) = οἰνόπνευμα, ὑγρὸν ἢ ἀέριον εὔφλεκτον δριμείας ὀσμῆς, (Ἰ. esperto) = ἔμπειρος, . . . Περισσότερα

σπιρτόζος -α -ικο

ο άνθρωπος με οξύτατη αντίληψη, ο ταχύς στη σκέψη, ο έξυπνος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπιρτόζος -α -ο (Ἰ. spirituoso) = δριμύς, πνευματώδης, δραστήριος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπιτάλιο (το)

το νοσοκομείο. Τα σπιτάλια – που δεν έχουν καμία, σχεδόν σχέση με τα σημερινά – ήταν συνήθως φτωχονοσοκομεία, γηροκομεία και εκθετοτροφεία. Και η παλιά Λευκάδα, δεν υστερούσε σε δυστυχισμένους γέροντες και “νόθα τέκνα”. Όσο για τα τελευταία, έχουν πολλά να λένε στο νησί. Έμεινε μια χαρακτηριστική φράση απ΄ όλη εκείνη . . . Περισσότερα

σπληνιάζω – σπληνιασμένος

νευριάζω, είμαι ευερέθιστος, σπληνιάρης. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπληνιάζω (σπληνιάω) = πάσχω τὸν σπλῆνα, ἐρεθίζομαι, νευριάζω. Σπλήνιαρ(η)ς –άρα (σπληνιάω) = σπληνοπαθής, εὐερέθιστος, νευρικός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Από τη σπλήνα, που κάνει τον άνθρωπο υποχονδριακό, δύσθυμο, μελαγχολικό, και υπερβολικά γκρινιάρη – θυμώδη. Στο χωριό . . . Περισσότερα

σπλονίζω

Σπλονίζω (Ἰ. spollonare) = ῥίπτω τρίμματα «σπλόνου» εἰς μέρος ἁλιεύσιμον πρὸς δηλητηρίασιν καὶ ἁλιείαν ἰχθύων.

σπλόνος (ο)

δενδρώδης θάμνος, κοινώς γαλατσίδα. Η ρίζα του σπλόνου δηλητηριάζει τα ψάρια στις ακτές. Πολλοί ασυνείδητοι ερασιτέχνες ψαράδες, ψαρεύουν με κλαδιά σπλόνου. ΒΑΛ. Αθανάσιος Διάκος, σχόλια: “σπλόνος, ο φλώμος των αρχαίων. Και δια της ρίζης του φυτού τούτου δηλητηριάζοντες οι αλιείς τα θαλάσσια ύδατα, συλλαμβάνουσι τους προστυγχάνοντας ιχθύας”. Βγάνει γαλακτώδη ουσία . . . Περισσότερα

σπολέτα

Σπολέτα /ἡ/ (Ἰ. spolla-etta) = δηκτικὸς ὑπαινιγμός, σαϊτιά, κεντιά.

σπολλάετι

εις πολλά έτη. μτφ.: καλά έκαμες, ευχαριστώ, μπράβο. Το σπολλάετι λέγεται και ως χαιρετισμός ηλικιωμένων προσώπων, αλλά και ως ευχή μεταξύ ιερωμένων. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπολαέτ(ι) = εἰς πολλὰ ἔτη, εὐχαριστῶ /τὸ/ = εὐγνωμοσύνη, εὐχαριστίαι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Σπολλάτη. Χαιρετισμός από επίδραση . . . Περισσότερα

σπόντα (η)

λεκτικό κέντρισμα, πείραγμα έμμεσο. φράσεις:”μου ρίχνει σπόντες” – ” να του φέρεις από σπόντα την κουβέντα μας”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπόντα /ἡ/ (Ἰ. spuntare) = δηκτικὸς ὑπαινιγμός, ὑπαινιγμός, κεντιά: «μὼ πέταξε νιὰ σπόντα», (Ἰ. sponda) = περίφρασις, πλαγία προχώρησις εἰς θέμα δυσχερές: «νἀν τ᾿ τὸ . . . Περισσότερα

σπορίζω

προκαλώ στομαχικές διαταραχές και εντερικές ανωμαλίες, προκαλώ αιμορραγίες. “Του σπόρ΄σε η μύτη” = τρέχει αίμα η μύτη του – “Κάτσε καλά γιατί θα σου σπορίσω τη μύτη” – ‘Έφαγα πολλά χλωροκούκια και τον εσπό΄ρσε”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπορίζω (σπόρος -άδην, Σ. ἰσπορὶμ) = προκαλῶ διάρροιαν, . . . Περισσότερα

σπορίτης (ο)

λάχανο του κήπου, κολοκύθι ή αγγούρι που το φυλάνε ξεραμένο για σπόρο το αρσενικό παιδί, που ο πατέρας του, του δίνει μεγαλύτερο μερδικό απ΄ τις αδερφές του. “Μα ήταν βλέπεις σπορίτας αυτός …”. παροιμ.: “Απ΄ το Ρίτα στο σπορίτα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπορίτης = ἀγγούρι πού . . . Περισσότερα

σπορκάρω

Σπορκάρω (Ἰ. sporcare) = διαλύω -ομαι, ἀποσυνθέτω -ομαι, χαλαρῶ -οῦμαι.

σπόρκος -α -ο

ο μη καθαρός στις συναλλαγές του, ο έτοιμος να καταρρεύσει. ναυτ. όρος.: “Έχει τα χαρτιά του σπόρκα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπόρκος -α -ο (Ἰ. sporcare) = χαλαρός, σαθρός, ἑτοιμόρροπος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σπραγγάκι (το)

λεπτή και σχεδόν ακέφαλη μακρουλή τσαγγαρόπρογκα για το καλούπωμα των παπουτσιών στο καλαπόδι.

σπρολογάω

μαζεύω σπειρί σπειρί τον σκόρπιον ελαιόκαρπο, που είναι πάντα λιγοστός. ΟΙ γυναίκες που σπρολογάνε λέγονται σπρολογίστρες και είναι συνήθως ξένες φωτχογύναικες, σαν τις σταχτομαζώχτρες του Παπαδιαμάντη.

σπρούχνι (επίρρ.)

αφθονία πραγμάτων, προϊόντων σίφουνας από μικροέντομα, σκνίπες, κουνούπια, μυρμήγκια κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σπροῦχν(ι) /τὸ/ (σπειροῦχος, σπείρα-ἔχω) = ἐν συγκεντρωμένῃ ἀφθονίᾳ. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης