η κακή γυναίκα, η φαυλόβια, η γουρούνα. Η λέξη αποτελεί βρισιά αλλά και συκοφαντία. “Με είπε σκρόφα, ο παλιάνθρωπος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκρόφα /ἡ/ (Ἰ. scrofa) = γρωνάς, γουροῦνα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σκρόφα = βρισιά πρός γυναῖκα πού σημαίνει γουρούνα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας . . . Περισσότερα
Σκυβαλίζω (σκύβαλον) = περιφρονῶ, ἀπορρίπτω μὲ περιφρόνησιν.
συνήθως απαντάται στον πληθυντικό = τα απορρίμματα του κοσκινίσματος των μη πατημένων σταχυών στο αλώνι. Τα σκύβαλα τα μαζεύουν σ΄ ένα τσουβαλάκι και τα ρίχνουν στις κότες. μτφ.: άχρηστα πράγματα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης “Τα απορρίμματα των μη πατημένων σταχύων στο αλώνι” (Κοντομίχης). Τροφή για τις . . . Περισσότερα
γη σκληρή και άγονη, γη πυλώδης Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σκύλακας /ὁ/ (σκέλλω) = ἀργιλλώδης ξηρὰ καὶ ἄφορος γῆ, φλίσχης, μάργη. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σκύλακας = ἄγονο καί σκληρό ἔδαφος ἰδίως κοκκινόχωμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
το φυτό σκίλλα Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
ποτήρι ξύλινο, ποιμενικό, αγροτικό με χερούλι, κοινώς καυκί, γαβάθα. Το σκύφο χρησιμοποιούσαν οι πιο φτωχοί γεωργοί και τσοπάνηδες. Υπήρχαν και πέτρινοι σκύφοι. Σε γιατροσοφική συνταγή Λευκαδίτη λαϊκογιατρού διαβάζομε: “Δια το μαλαθράκι, ήγουν υδρωπικήν νόσον, άλειψε την κεφαλήν με βούτυρον και ας γεμίσει με αλισίβαν έναν σκύφο και ας πλένει την . . . Περισσότερα
ταινία τριτσώματος ασκιών
τα δίδυμα, μικρά που μοιάζουν σαν δίδυμα. “Για ιδές τα, σαν σμαρέλια είναι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σμαρέλια = δίδυμα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
χάνομαι, χάνω τα λογικά μου, πελαγώνω
ο στριμμένος, ο ζωηρός, ο ανάποδος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σμερδὸς -ὴ -ὸ (σμερδνὸς) = δύστροπος, ζωηρός, ἐλευθεριάζων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σμέρνα /ἡ/ = μύραινα ἡ ἑλένη, ἰχθῦς ὀφιοειδὴς χρώματος καστανερύθρου μὲ μελανωπὰ κυκλικὰ ποικίλματα.
Σμερτιὰ /ἡ/ = μύρτος, μυρσίνη, μυρτιά.
ψωμί αναμίξ με σιταρίσιο και κριθαρίσιο.Παλιότερα το σμιγό ψωμί λεγόταν καρβέλι, εν αντιθέσει προς το καθάριο, που λεγόταν “άρτος σίτινος”, κοινώς κριθαράλευρο. Σπόρος: σιτάρι με κριθάρι μαζί. “Έσπειρα σμιγό, σ΄ αυτό το χωράφι”. τράγιο, πρόβειο και χοιρινό μαζί κρέας που το έβραζαν μαζί για γιορτινό φαγητό την ημέρα των Χριστουγέννων, . . . Περισσότερα
Σμίγω (ἐς-μίγνυμι) = ἀναμιγνύω -ομαι, συνευρίσκομαι, συναντῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σμίγω § μιγνύω. ΚΝ. Π. συνατῶ τινα. Π. τὰ βουνὰ δὲ σμίγουνε· οἱ ἄνθρωποι σμίγουνε. Ἐκ τούτου καὶ σμιγὸ λέγομεν τὸν μεμιγμένον σῖτον μετ’ ἄλλων δημητριακῶν καρπῶν. Σημ. Ἐκ τοῦ μίσγω κατὰ μετάθ. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Σμίξι /ἡ/ (ἐς-μίξις) = μίξις, συνεύρεσις, συνάντησις.
ανακατεύω, παντρεύω
Σμορτάλε (Ἰ. smorzare) = ἐπιθανάτιος, σβυστός, παυμένος.
Σμορτάρω (Ἰ. smorzare) = παύω, σβύνω, ψυχορραγῶ.
Σμπουρᾶτος -η -ο (Ἰ. spera -ato) = σφαιρώδης, εὐτραφής, εὔχυμος, μεστωμένος.
Σμπαδίρω (Ἰ. sbadire) = ἀποπέμπω, ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω.
(συμπάθιο) συγγνώμη, συγχώρεση
Σμπαραλιάζω (Ἰ. sbaraglio) = διασκορπίζω, ἐξαφανίζω, καταστρέφω.
Σμπαράλιο /τὸ/ (Ἰ. sbaraglio) = διασκορπισμός, σύγχυσις, ταραχή.
Σμπαράρω (Ἰ. sbarro, sparare) = πυροβολῶ, ἐκπυρσοκροτῶ.
Σμπάρο /τὸ/ (Ἰ. sbarro, sparare) = πυροβολισμός, ἐκπυρσοκρότησις.
δυνατό ανεμοβρόχι (σβ(ι)λάδα). Απότομη καιρική συνθήκη, δυνατή ροπή ανέμου. Άγγ. Σικελιανός: “Φθινόπωρο 1936”: “Κι όπως σφοδρή σβιλάδα αιφνίδια / στέφει όλα μαζί τα φύλλα από μία λεύκα”.
η λέξη χρησιμοποιείται στο ψυχαγωγικό παιχνίδι αμπαλί που παίζονταν με ξύλινες μπάλες στη Λευκάδα (πόλη) και σημαίνει ρίξιμο με δύναμη πάνω στο αμπαλί για ανατάραξη των μέχρι τότε δεδομένων. Οι χρησιμοποιούντες το σμπούκιο λέγονταν μπουκαδόροι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σμπούκιο /τὸ/ (Ἰ. sbucciare) = ἀνδρικὴ παιδιὰ μὲ . . . Περισσότερα
Σμυρτιὰ /ἡ/ = μύρτος, μυρσίνη, μυρτιά.
επίμηκες σκληρό κυλινδρικό ξύλο ή σίδερο με το οποίο τραβούν ή σπρώχνουν τα κάρβουνα για την αναζωπύρωση ή μη της φωτιάς, μακριά σιδερένια βέργα σε σχήμα Γ για το “συδαύλισμα” της φωτιάς και τη μετακίνηση των ταψιών με τα φγαητά μέσα στον φούρνο.
Σο(υ)ρτούκ(η)ς /ὁ/ (Τ. σουρτοὺκ) = ἀλήτης, ἄεργος, κακοποιός.