Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σέσκλο

είδος ήμερου βράωσιμου λάχανου Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

σέσουλα (η)

το λαβούτε που χρησιμοποιούν οι μπακάληδες για να βάνουν σε σακούλες από τα τσουβάλια όσπρια, ρύζι κ.λπ. και να τα ζυγίζουν. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σέσ(ου)λα /ἡ/ (Ἰ. sessola) = πτυοειδὲς ξύλινον σκεῦος μεταγγίσεως ὀσπρίων, δημη­τριακῶν, ἀλεύρου κ.τ.τ. μὲ βραχεῖαν λαβήν. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σέστα (τα)

απαντά στον πληθ. = σε καλή κατάσταση, στα καλά του. φράση: “Είμαι στα σέστα μου” και το αντίθετο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης τάξη σειρά, νοικοκυροσύνη (Από το Ιτλ. assetto = η τάξη, η σειρά /  assestare =διευθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω) Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά . . . Περισσότερα

σεσταμέντο

Σεσταμέντο /τὸ/ (Ἰ. sentimento) = αἴσθησις, συνείδησις, νοῦς. (συνίστημι, Ἰ. sestare) = εὐπρεπισμός, τὰ πρὸς εὐπρεπισμόν.

σεστάρω

φέρνω στα ίσα, τακτοποιώ. φράσεις: “με σαστάρισε η μοδίστρα μου” – “είμαι σεσταρισμένος” ή σεστάδος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σεστάρω (συνίστημι, Ἰ. sestare) = εὐθετῶ, τακτοποιῶ, εὐπρεπίζω. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σέστο

Σέστο (σύστημα, Ἰ. sestare) = μέτρον, τάξις, εὐπρέπεια, καλαισθησία: «δὲν ἔχει σέστο». βλ. σεσταρισμένος βλ. ασεστάριστος

σέφουκλος

ιαματικό φυτό Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

σεφτές

Το πρώτο (τυχερό) πούλημα. Η πρώτη είσπραξη. Είναι το τουρκικό siftah (Ανδριώτης). Λέμε “Μούκανε σεφτέ”.

σέχλα

Σέχλα § δυσωδία, ἀηδία. Π. ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶνε μιὰ σέχλα = ἀηδέστατος ἢ ῥυπαρώτατος. βλ. καί σέχλα-μάρα

σηκιά

Σηκιά, § ἡ ὀπή, ἔνθα εἰσέρχεται τὸ κεντρὶ τοῦ λιθαρίου τοῦ ἐλαιοτριβείου καὶ ἐπιστηρίζεται τηρούμενον πάντοτε εἰς ἰσοσταθμίαν. Σημ. Ἐκ τοῦ σηκόω = σταθμίζω, φέρω εἰς ἰσοσταθμίαν, ἐξ οὗ σηκωτὴς ὁ βαστάζων τὸ βάρος τῆς στάθμης.

σήκω-πίθου

(φράση ακατανόητη εννοιολογικώς) = σήκω – κάτσε, και πάλι τα ίδια. μτφρ. για κείνους που είναι αναποφάσιστοι και αλλάζουν διαρκώς ιδέες και πράξεις. “Δεν βρίσκω άκρη με σένα, σήκω-πίθου, σήκω-πίθου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σήκω – πίθου (σηκόω – ἀποτίθημι, παθ. προστ. σηκοῦ – ἀποθοῦ) = ἐγέρθητι ξανακάθησε, . . . Περισσότερα

σηκωτήρα (η)

εξάρτημα του νερόμυλου. Τοποθετούταν κάτω από τη σπάθη και ενεργούσε σαν μοχλός. μετακινούσε όλο το σύστημα (μαζί με το σταυρό σηκωνόταν η πλάντρα και η φτερωτή και το πάνω λιθάρι). Όταν ήθελαν να κατέβει το λιθάρι, έβγαναν τη σηκωτήρα. Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη

σημαδοῦρι

«Τοῦ Χάρου παραβλάσταρο, τοῦ τάφου σημαδοῦρι» (σελ. 190, ἈΘ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΕΚΤΟΝ) έν γένει πᾶν τὸ τιθέμενον καὶ μακρόθεν διακρινόμενον πρὸς διάγνωσιν ἐῖκινδύνου τινὸς μέρους. Κυρίως δὲ τὰ βυτἰα, δι’ ὦν σημειοῦνται αἱ ὕφαλοι χἀριν τῶν διαπλεόντων τὰς θαλἀσσης.

σήτα καί σίτα

Σήτα καί Σίτα /ἡ/ (σήθω) = συρμάτινον μετάξινον λεπτὸν πλέγμα (τεταμένον ἐπὶ ἀβαθοῦς κυλινδρικοῦ ξυλίνου πλαισίου) πρὸς κοσκινισμὸν τοῦ ἀλεύρου, κρισάρα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σήτα § τὸ κόσκινον. Σημ. Ἐκ τοῦ σήθω (Σύλλ. 18) καὶ οὐχὶ ὡς θέλει ὁ Δάρβ. ἐκ τοῦ λατ. Seta (= χειρόθριξ) (γραμ. σ. . . . Περισσότερα

σι(ε)γοντάρω

βοηθώ, συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιου. ουσ.: σιγόντο (σιεγοντάρω / σιγοντάρω) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σιγοντάρω (Ἰ. secondare) = ἕπομαι, ἀκολουθῶ, βοηθῶ, ἐνισχύω, εὐνοῶ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σιγοντάρω = ὑποβοηθῶ, θά σέ σιγοντάρω λίγο (θά σέ βοηθήσω λίγο). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σιάλι (το)

το σάλι, η μπέρτα των γυναικών της Χώρας. Λέγεται και σιάλπα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σιάλι /τὸ/ (Ἰ. scialo, Π. Τ. shὰλ) = περιώμιον, μπέρτα γυναικῶν, σάλι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σιγαλός

Σιγαλός, § σιγηλός, ἥσυχος, ἐξ οὗ καὶ ἡ παροιμία φλάγου ἀπὸ τὸ σιγαλὸ ποτάμι ἐπὶ τῶν κρυψινόων καὶ ὑποκριτῶν. Σημ. Ὁ Βυζ. γρ. σιγανός.

σιγάω

σταματώ, παύω. Δε χρησιμοποιείται αντί του σιωπώ. “Αυτός ο νιος δε σ΄γάει ολότελα, όλη μέρα σκούζει” – “η βροχή ούτε που σιγάει …” – “Εξακολουθείς να παίζεις χαρτιά; – Μωρ΄ δε σ΄γοντάρω καθόλου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σ(ι)γάρω (σιγάω -ῶ) = παύω τὴν κωπῃλασίαν, κωπηλατῶ ἀντιθέτως διὰ . . . Περισσότερα

σιγόντο

Σιγόντο /τὸ/ (Ἰ. secondo) = βοήθεια, συνέργεια, εὔνοια, δευτέρα φωνὴ δυῳδίας.