Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σγαράρω

είμαι σκάρτος, ζυγιάζω σκάρσα, κλέφτω τους πελάτες στο ζύγι.  φράση: “ο μαγαζάτορας ο δικός μας δε σγαράρει”. Τη λέξη όμως την χρησιμοποιούμε και σ΄ άλλες περιπτώσεις με την έννοια του περισσεύει, υπολείπεται κ.λπ. Π.χ. όταν ένα φόρεμα (ανδρικό ή γυναικείο) είναι τέλειο, λέμε: “Μωρ΄ δε σγαράρει ούτε κλωστή”. Λεξικό του . . . Περισσότερα

σγαραφόνι

Σγαραφόνι /τὸ/ (Ἰ. sgaraffare) = ἀκιδωτὴ προεξοχή, ἀνώμαλος προβολή, ἐξόγκωμα ἀνώμαλον.

σγαρλίζω ή σγαλίζω και σγαρλάω

ξεσχίζω, ψαχουλεύω, κακοποιώ κάτι. Συνήθως το χρησιμοποιούμε με την πρόθεση εκ (εξ) μπροστά. Π.χ. “μου ξεσγάλισε το χέρι” = με ξέσκισε. “Εξεσγάλισε το δεντράκι” = το ξεσκάλισε. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σγαρλάω καί  Σγαρλίζω (Ἰ. scarnare) = ξεσχίζω, σκαλίζω ἀνωμάλως. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σγαρλάω = . . . Περισσότερα

σγόντζος (ο)

εξόγκωμα, πρήξιμο, ρόζος. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σγόντζος /ὁ/ (γόμφος, Ἰ. sgonfio;) = οἴδημα, πρήξιμον, ἐξόγκωμα, ἀνώμαλος προβολή. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Ρόζος,, ιδίως στα ξύλα. Είδος κάλου (στο σώμα). Πιθανότατη η σύνδεση του με τον γόμφο, που σημαίνει ξύλινο καρφί, μικρή σφήνα (σχετικός ο . . . Περισσότερα

σγούμπα (η)

κύρτωση της ράχης, καμπούρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σγοῦμπα /ἡ/ (Ἰ. gobba) = ὕβωμα, κύρτωμα, ραχῖτις, καμποῦρα. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Και ζγούμπα. Σγούμπος, καμπούρα, καμπούρης, κυφός, σκυφτός. Μειωτική λέξη για μια ραχητική (με καμπούρα). Θυμάμαι μια περίπτωση, “μωρή ζγούμπα”. Το -σ- προσφωνείται -ζ-. Η . . . Περισσότερα

σγουμπός -ή -ό

ο καμπούρης Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σγ(ου)μπὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. gobbo) = ὑβός, κυφός, ραχιτικός, καμπούρης. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σγρούμπαλο

Σγρούμπαλο /τὸ/ (Ἰ. scroffola) = συμπύκνωμα, τοπικὴ σκληρία μαλακοῦ πράγματος, ἐπιφανειακὴ ἀνωμαλία.

σεβιότ

ύφασμα φτιαγμένο από μαλλι αγγλικής προέλευσης (που αποτελείται από μακριές, λιτές και απαλές τρίχες προβάτου)

σέγα (ἡ), σεγάτσο (τό)

Σέγα -άτσο /ἡ, τὸ/ = σάγαρις, πριόνιον ἐνισχυμένον εἰς τὴν ράχιν δι’ ἐπιφάνειαν δαπέδων, σανιδωμάτων κ.τ.λ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης σέγα (ἡ), σεγάτσο (τό):    σάγαρις, πριόνιον ἐνισχυμένον εἰς τήν ράχιν πρι­ό­νι, (BEN. sega). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

σεινάδι (το)

βλ. αποσεινάδι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σεινάδ(ι) /τὸ/ (σείω, σήθω) = τὸ κατάλοιπον τῆς σείσεως, κοσκινίδι, πίτυρο. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σειριά (η) και σεριά

ράτσα. φράση: “αυτό το αρνί θα φυλάξεις για σεριά”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σειριὰ /ἡ/ (σειρά, Ἀλ. σέρεα) = καταγωγή, γένος, ράτσα (ἐπὶ ζῴων). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σεκάρω

Σεκάρω (Ἰ. seccare) = ἀποστάζω -ομαι, ξηραίνω -ομαι, στερεοποιοῦμαι.

σέκιο (το)

μέτρο χωρητικότητας υγρών, ο σίσκλος. 6 σίσκλοι = 1 βαρέλλα 1 σίσκλος = 22 καρτούτσα. “επούλησα το ρακί σέκια εννιά, από λ. 6 το σέκιο, λ. 54” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, λογαριασμός εσόδων-εξόδων 1746).

σέκος -α -ο

ο στεγνός, ο άβρεχος ο ακίνητος, ο πεθαμένος. “Έπεσε απ΄ την ελιά κι έμεινε σέκος” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σέκος -α -ο (Ἰ. secco) = ἄνυδρος, ξηρός, στεγνός, στερεός, ἀκίνητος, νεκρός. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης λέγεται και το ξερό τυρί Κάλαμος -Ρέα Μανωλάτου

σεκρετάριος

ο γραμματέας του δικαστικού ή άλλης δημόσιας υπηρεσίας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σεκρετάριος /ὁ/ ἀρχ. (Ἰ. secretario) = γραμματεύς, ἰδιαίτερος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σεκρέτο

το μυστικό, η συμφωνία Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σεκρέτο /τὸ/ (Ἰ. segreto) = μυστικόν, ὑπόθεσις, συμφωνία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σελεβερδὸ

Σελεβερδὸ /τὸ/ (Ἰ. shernevole, scialo guardare) = πρόσωπον χωρὶς περιορισμόν, ἐπιπόλαιον, ἀνόητον.

σελέτα

Σελέτα /ἡ/ (Ἰ. sella -etta) = τὸ εἰδικὸν περίκλειστον κάθισμα τῶν νηπίων.

σελιάρος

λέξη συνώνυμη του χαστουκιού, μπάτσου , τριόμφου, χαστούκι από την ανάποδη. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σελιάρος /ὁ/ (Τ. σιλὲ) = κόλαφος, ράπισμα διὰ τοῦ ἀναστρόφου τῶν ἡνωμένων δακτύλων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σέλινο (το)

το γνωστό κηπευτικό και καρυκευτικό λαχανικό, που έχει και θεραπευτικές ιδιότητες. Σε χργφ. γιατροσόφι χωριού Πόρου, διαβάζομε: “Εις τες λεβίθες, λάβε σέλινον και κοπάνισέ το και πίνε το ζουμί του, παρευθύς υγιαίνουσιν”.

σέλλα (η)

η σέλλα, το έφιππιον, το κάθισμα του ιππέα. το μεταξύ των δύο σκελών (μπ΄γεναριών) του αντρικού παντελονιού μέρος, το λεγόμενο κάθισμα ή καβάλος. Σε σατ. δημ. τραγ. του τόπου μας διαβάζομε: “Κι απά΄ στις δεκαοχτώ το βράδυ / μου ΄φκιασε το μπουγενάρι. Βγάνει και απ΄ την κασέλα / και μ΄ . . . Περισσότερα