Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαχάνι (το)

κούπωμα χάλκινων σκευών με κωνικό και κλιμακοειδές σχήμα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σαχάνι /τὸ/ (Τ. Σ. σαχὰν) = κωνικὸν πῶμα χαλκίνων σκευῶν μὲ κυκλικὰς κλιμακώσεις καὶ αὐλακώσεις, χάλκινον τρυβλίον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σαχάνι = σαγάνι. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σάψαλο (το)

άνθρωπος αποκαμμωμένος, γερασμένος, ασθενικός, σχεδόν άχρηστος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σάψαλο /τὸ/ (σήπομαι, σῆψις, Τ. σαbσὰλ) = σωματικῶς ἠρειπωμένος ἐκ νοσημάτων ἢ γήρατος, ἀνίσχυρος, σαραβαλιασμένος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σβ(ι)γάντ(ι)

Σβιγάντι βλ. λ. βιζ(ι)γάντ(ι). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σβιγάντι = εἶδος ἔμπλαστρου πού κολλοῦν σέ πονεμένο μέρος τοῦ σώματος. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σβ(ι)λάδα

Σβιλάδα /ἡ/ (σπιλάς, Ἰ. svolare) = ἀπότομος καὶ ἰσχυρὰ ριπὴ ἀνέμου, σπηλιάδα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Σβιλάδα = ἀπότομη καί δυνατή πνοή ἀέρα. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής βλ. και σμπλάδα ή σμπιλάδα (η)

σβάρνα

Το γνωστό γεωργικό εργαλείο. Συνηθισμένη η φράση: “με πήρε σβάρνα”. Ο Λαζαρης δεν το συμπεριλαμβάνει στα “Λευκαδίτικά” του. Ο Κοντομίχης το αναφέρει και το περιγράφει στο βιβλίο του “Γεωργικά της Λευκάδας” (σελ. 46), όχι το “Λεξικό”. Ο ΜΙλτ. Ιακ. Κηρυκόπουλος “Δάνειο-λεξικό…”, το ετυμολογεί από το σλάβικο arna με προσθετικό -σ- . . . Περισσότερα

σβέλτα

Σβέλτα /ἐπίρ./ (Ἰ. svelto) = ταχέως, γρήγορα, εὐστρόφως, μὲ εὐκινησίαν. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    Γρήγορα. Επίθετο σβέλτος, ευκίνητος. Εδώ, επίρρημα. Είναι το ιταλικό svelto. Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

σβεντίνα (η)

λιοκόκκι, όπως βγαίνει σε φύλλα από τα τσόλια Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σβεντίνα /ἡ/ (σβετίνjα, Ἰ. svestire) = στερεοποιημένον φύλλον πολτοῦ ἐλαιοκάρπου μετὰ τὴν ἔκθλιψιν (ὅπως ἀποσπᾶται ἀπὸ τὰ «τσόλια»). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

σβερδούνι -ια (τα)

φράση: “τα σβερδούνια της Αγ. Κάρας”. [το καταγράφω όπως το άκουσα, δεν γνωρίζω τη σημασία της λέξης. Αγία Κάρα = συνοικία της Χώρας].

σβερκιὰ

Σβερκιὰ /ἡ/ (Τ. ἐσβέρ) = κόλαφος εἰς τὸν αὐχένα, πλῆγμα διὰ τῆς παλάμης εἰς τὸ ὀπίσθιον τοῦ τραχήλου.

σβέρκος

Σβέρκος /ὁ/ (Τ. ἑσβὲρ) = τὸ ὀπίσθιον τοῦ τραχήλου, ὁ αὐχήν.

σβερώνω

χτυπώ, δέρνω, με λουρί ή βέργα. φράση: “κάτσε ήσυχα γιατί θα σε σβερκώσω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σβερώνω (Ἰ. sver-gezz-are;) = μαστιγώνω, πλήττω μὲ εὔκαμπτον ραβδίον (βέργαν). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σβίδο (το)

πρόκληση για μαλώματα, περιφρόνηση. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σβίδο /τὸ/ (Ἰ. svilire) = περιφρόνησις, προσβολή, ὕβρις, ἐρέθισις, πρόκλησις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σβίδος = πρόκληση γιά ἀναμέτρηση, ἐγώ σοῦ δίνω τό σφίδο μου (ἐγώ σέ προκαλῶ). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

σβορδάλα (η)

ανακάτεμα αιφνιδιαστικό, τα πράγματα άνω κάτω. φράση: “τα ΄φερε όλα σβορδάλα”, δηλ. τ΄ ανακάτεψε όλα στη στιγμή. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σβορδάλα /ἐπίρ./ (ἠχητ. σβούρ-α, Ἰ. svolta -are; Σ. ἰσβρνὲμ) = περιάγδην, περιστροφάδην, γυροβολιά: «τάφερε σβορδάλα» = περιῆλθε παντοῦ ἐν βραχεῖ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης βλ. . . . Περισσότερα

σβορλίγκα (η)

συνώνυμο του “σβορδάλα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σβορλίγκα /ἐπίρ./ (ἠχητ. σβούρ-α, svaligiare) «τἄφερε σβορλίγκα» = ἀναστάτωσε τὰ πάντα ἐν σπουδῇ. (Ἰ. svolare) «τἄφερε σβορλίγκα» = περιῆλθε τὰ πάντα ἐν σπουδῇ. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

σβούρδ(ου)λας

Σβούρδουλας καί σβούρδλας  /ὁ/ (ἠχητ. σβούρ-α, Ἰ. brutale; Τ. πúρτ, buρdέλᾶ) = μαστίγιον ἐκ βουνεύρου ἢ ἐλαστικοῦ.

σβουρδουνάω

Σβουρδουνάω (ἠχητ. σβούρ-α, Σ. ἰσβρνὲμ) = περιστρέφω, βάλλω μετὰ περιστροφὴν ὡς διὰ σφενδόνης, «τοῦ τὴ σβουρδούνξε», περιφέρομαι ἐν σπουδῇ.

σβώλος -ί καί σβόλος

σβώλος, βώλος. φράσεις: “το τυρί έγινε σβωλιά-σβωλιά” – “το χωράφι θέλει κι άλλο όργωμα, είναι σβωλιά-σβωλιά” – “ένα σβωλί αλάτι να ρίξεις, κι ένα σβωλί πιπέρι”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σβῶλος καί Σβόλος -ὶ /ὁ/ (βῶλος) = τεμάχιον εὐθρύπτου πράγματος: «ἕνα σβῶλο χῶμα». Σβωλὶ /τὸ/ (βῶλος) = μικρὸν τεμάχιον . . . Περισσότερα

σγάντζο

Σγάντζο –  (Ἰ. gancio) = πρῶτον συνθετικὸν λέξεων σημαῖνον ἀτροφικότητα. «σγαντζόχερας, σγαντζογοῦρνο, σγαντζοπρίναρο» κ.τ.ὅ.

σγαντζώνω -ομαι

πιάνομαι με τα νύχια μου από κάπου. φράση: “το παιδί σγαντζώθηκε απάνω μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Σγαντζώνω (Ἰ. gancio, γαμψὸς) = ἀγκιστροῦμαι, προσκολλῶμαι διὰ τῶν ὀνύχων. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Σγαντσόνομαι § δράττομαι ἔκ τινος καὶ βαστάζομαι ἀσφαλῶς. Π. ἐσγαντσόθηκα ’σὰν τὸ βάτο. Ἐκ τούτου . . . Περισσότερα