ελπίζω, αναμένω. “Δεν έχω καμιά παντοχή” ή “Έχω την απαντοχή στο Θεό”. παροιμίες: “Όπου απαντέχει να φάει , δε πεινάει” – “Άνεπάντεχα μου ΄ρθε αυτό το καλό χαμπέρι“. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀπαντέχω: (ἐπί, ὑπό, ἀντὶ-ἔχω) = προσδοκῶ, ἐλπίζω, ἀναμένω. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
η φωλιά της σφήγκας. (ασφηγκοφωλιά) Σχηματίζεται όπως της μέλισσας με πολυγωνικά διαμερίσματα. Η φωλιά προσκολλάται κυρίως σε πέτρες, κλαδιά δέντρων, τρύπες κατοικιών κ.λπ. μτφ.: όμιλος υπόπτων ανθρώπων, κακοποιών. στην ραπτική: πτυχώσεις απομιμούμενες το σχήμα της σφηκοφωλιάς, όπως π.χ. στις λευκαδίτικες ποδιές της “Ρωμαίικης” φορεσιάς στο σημείο που γαζώνεται το ποδοσκοίνι . . . Περισσότερα
το γνωστό ενοχλητικό έντομο, λεπτότερο απ΄τη μέλισσα που της μοιάζει πολύ. Το τσίμπημά της είναι επώδυνο και επικίνδυνο. πρόγνωση καιρού: “Όταν βλέπεις πολλές σφήκες το καλοκαίρι, περίμενε βαρύ χειμώνα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀσφῆκα /ἡ/ = σφὴξ ἡ κοινή, ὑμενόπτερον λεπτότερον τῆς μελίσσης κιτρινωπὸν κεντρίζον ὀδυνηρῶς. . . . Περισσότερα
άλογα αφηνιασμένα
(ἀπό) πόντε: ἀπό ξύλο, (ΒΕΝ. ponte = φκιασμένο ἀπό ξύλο).
(Απο)ληρ(η)μένο: μτχ. παρακ. του αποληρέομαι-ούμαι = είμαι μωρός, μωρολογώ και λήρος, ο, = ο ανόητος, ο μωρός.
Έθιμο των Φώτων. Αμέσως μετά τον αγιασμό των υδάτων στην προκυμαία της πόλης, οι κάτοικοι που κρατούν, αλά παλαιά, ένα μάτσο πορτοκάλια με το κλαδί του κρεμασμένα σε σχοινάκι. Κι όταν έπεφτε ο σταυρός στη θάλασσα, βουτούν τρεις φορες τα πορτοκάλια στη θάλασσα, ενώ οι σειρήνες των καραβιών σφυρίζουν επίμονα . . . Περισσότερα
γήπατα ήπατα, η δύναμη, η αντοχή, το ψυχικό θάρρος, το κουράγιο. Λέμε: “Μου κόπηκαν τα (γ)ήπατα, όταν το έμαθα”. Οι γέροι και οι ασθενείς λένε: “Δεν έχω, γιε μου, (γ)ήπατα για τέτοια”. Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α’ “…και στην αλετροπόδα μου έλειωσαν τα ήπατά μου”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής . . . Περισσότερα
για την όρεξη, για λιχουδιές. Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη Ετυμολογική σημείωση: αν το απετίτο προέρχεται από το ιταλ. appetito (= όρεξη), τότε η έκφραση γράφεται ορθά γι’ απετίτο. Αν, ωστόσο, προέρχεται από το βενετ. petìto (όμοιας σημασίας), τότε θα πρέπει να γραφεί για πετίτο . . . Περισσότερα
φρ. Δεν αντιδρά κανείς
έγινε κακός (κακιώνω)
numerare. ὰριθμεῖν
proporre. προτείνειν
θα σας πυροβολήσω
κοιτάζω λοξά με νόημα
με φορτώνεσαι, με ενοχλείς (πιθ. από το Ιτλ. asinao = γάιδαρος/α, asinaggine = γαιδουριά, κτηνωδία) βλ. και σασ(ι)ναμέντο
με εξοργίζει πάρα πολύ
μικρής έκτασης
Ή να (ν)τ΄νε φάει στο στρώμα. κατάρα που ακούγονταν πάντα στις γειτονιές της Χώρας από νοικοκυρές που χάνανε κότα, γεγονλος πολυ συνηθισμένο. Το λέγανε περισσότερο μήπως φοβηθεί η “κλέφτρα”και ελευθέρωνε το πουλερικό. Συνήθως αυτοί που έκλεβαν τις κότες, φρόντιζαν να στρώνουν το τραπέζι τους σε ένα πλατύ κρεβάτι ή να . . . Περισσότερα
μτφ. να παρηγορήσω (να διασκεδάσω την πείνα τους)
(σχήμα λόγου) να παρηγορηθώ, να ησυχάσω, να το παραδεχτώ
να αλλοιωθούν. Για τα σπερνά.
«… νοιώθω ὅτι μὲ σφάζει …» (σελ. 302, Φωτεινός, ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ). Αἰσθάνομαι πόνον ὀξὺν καὶ διαπεραστικόν
κνεύομαι, (οκνεύομαι) είμαι οκνός, βαριέμαι. φράση: “Εσύ κνεύεσαι, παιδάκι μ΄, άσε να πούμε σε κανέναν άλλο να μας βοηθήσει”.
Γνωστή φράση στο χωριό, για κάποιον που “είναι στα τελευταία του”. Ήρτε (ή έφτασε) στα ολοίσθια, να πεθάνει. Η προέλευση της αρχαίας (πνέει τα λοίσθια – ψυχορραγεί). Την ετυμολογούμε γιατί είναι συνηθέστατη και ιδιωματική, όπως ακούγεται. Και γιατί δείχνει πως η γλώσσα μας είναι ενιαία και εν χρήσει μέχρι τις . . . Περισσότερα
έτσι λέει ο λαός τη γνωστή μαγγανεία της ονυχομαντείας = μαγγανευτική τελετουργία με βάση τα νύχια των κοριτσιών, για να “ιδούν την τύχη τους”. Η κοπέλα ξύνει καλά, γυαλιστερά το νύχι του δεξιού της αντίχειρα, το αλείφει με λάδι κι ύστερα κάθεται στον ήλιο και απλώνει για κάμποση ώρα το . . . Περισσότερα
μέτρο σύγκρισης της απόδοσης της ελιάς ήταν η λάτα και το καρτούτσο. Μια οκά λάδι ισοδυναμεί με δυόμιση καρτούτσα. Οι ελιές που μαζεύονταν πρώιμα έδιναν, σε κάθε λάτα-μέτρο, 2-3 καρτούτσα λάδι. Το μέτρο το ΄λεγαν και κουβέλι. Έτσι αν ένα κουβέλι έβγανε 4 καρτούτσα, δηλ, μια πίντα, έλεγαν πως “οι . . . Περισσότερα
βλ. οι ελιές πήγαν κβελόπιντες
αποκτώ δύναμη, πλεονέκτημα
παιδικό παιχνίδι, διασκεδαστικό και αθλητικό Ασκούσε τους παίχτες στο πήδημα ύψους με την αντιστήριξη των χεριών. Το έπαιζαν περισσότεροι από δύο. Ο ένας καθόταν “μάνα” και ήταν υποχρεωμένος να σκύψει, να λυγίσει τη μέση του, στηρίζοντας τα χέρια του στα γόνατα, με το κεφάλι μέσα, και οι άλλοι ένας ένας . . . Περισσότερα