αρρωστολόγος (ο)
πεταλουδίτσα που μπαίνει στα σπίτια τους ζεστούς μήνες και γυροφέρνει παντού.
Κατά τη λαϊκή αντίληψη η είσοδός της προμηνύει αρρώστια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρρωστολόγος /ὁ/ (ἄρρωστος-λέγω) = ἡ νυκτόβιος ψυχὴ κλώστειρα, καντηλοσβύστης, ταξειδιάρης. (Θεωρούμενος εἰς τὰ χωρία τῆς Λευκάδος ὡς προάγγελος νόσου).
Ἀρρωστολόγος = εἶδος μεγαλόσωμης πεταλούδας πού πετώντας μετακινεῖται σάν βολίδα πού εἰσέρχεται κατά τό καλοκαίρι μέσα στά σπίτια καί θεωρεῖται ἀπό πολλούς σάν προάγγελος ἀρρώστειας, κατ᾿ ἄλλους μουσαφίρη.
Ἀρρωστολόγος, § ἔντομόν τι ἱπτάμενον, εἰς ὃ ἀποδίδοται παρὰ τοῦ λαοῦ ἡ ἰδιότης τοῦ προαγγέλλειν ἀσθένειαν εἰς ἐκεῖνον ὃν διὰ τῶν πτερύγων του ἤθελε πλήξει.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἄρρωστος – λέγω.