Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρούκανος -η -ο

αρόκανος, ο μη ροκανισμένος, απλανιάριστος, ξύλο μη δουλεμένο με ρόκανο (=πλάνια).
αρχ. ρυκάνη.
μτφ.: ψωμί ξερό κι αρούκανο. φρ.: “το ΄φαγα ξερό κι αρούκανο”.
Σε πρόσωπα = έμεινε στα χαμένα, αποσβολώθηκε. “Μόλις άκουσε το χαμπέρι, έμεινε ξερός κι αρούκανος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀρούκανος -η -ο (ἀ-ρυκάνη) = ἀκατέργαστος, σκληρός, ἄχρηστος. «ἀπόμνε ξερὸς κι’ ἀρούκανος».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀρούκανος = ἀκατέργαστος χωρίς ροκάνι, πλάνη, 1. μεταφ. ἔμεινε ξερός κι ἀρούκανος, ἔμεινε κατάπληκτος, 2. ἀρούκανος = ἄξεστος.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Ἀρούκανο ἀρυκάνιστον λέγεται διὰ τὸν ξηρὸν καὶ δυσκόλως μασσώμενον ἄρτον. φρ. ἔφαγα ψωμὶ ξερὸ κι᾿ ἀρούκανο.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.