αρούκανος -η -ο
αρόκανος, ο μη ροκανισμένος, απλανιάριστος, ξύλο μη δουλεμένο με ρόκανο (=πλάνια).
αρχ. ρυκάνη.
μτφ.: ψωμί ξερό κι αρούκανο. φρ.: “το ΄φαγα ξερό κι αρούκανο”.
Σε πρόσωπα = έμεινε στα χαμένα, αποσβολώθηκε. “Μόλις άκουσε το χαμπέρι, έμεινε ξερός κι αρούκανος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρούκανος -η -ο (ἀ-ρυκάνη) = ἀκατέργαστος, σκληρός, ἄχρηστος. «ἀπόμνε ξερὸς κι’ ἀρούκανος».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀρούκανος = ἀκατέργαστος χωρίς ροκάνι, πλάνη, 1. μεταφ. ἔμεινε ξερός κι ἀρούκανος, ἔμεινε κατάπληκτος, 2. ἀρούκανος = ἄξεστος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ἀρούκανο ἀρυκάνιστον λέγεται διὰ τὸν ξηρὸν καὶ δυσκόλως μασσώμενον ἄρτον. φρ. ἔφαγα ψωμὶ ξερὸ κι᾿ ἀρούκανο.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός