Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρόδου (επίρρ.)

ναυτ. όρος που σημαίνει ότι το πλοίο παραμένει έξω από το λιμάνι χωρίς να ρίξει άγκυρα.
φράσεις: “Έμεινε αρόδου” – “κάμε αρόδου” – φύγε από δω.

βλ. και αρόδο

(5) Σχόλια

  1. Αρόδο ή Αρόδου είναι σωστά και τα δύο. Το λάθος είναι στο ότι “δεν ρίχνεις άγκυρα”. Λάθος: Αρόδο είναι να ρίχνεις μία άγκυρα (συνήθως την πλωριά (μπροστινή) και να είσαι μέσα στον όρμο γυρνώντας το σκάφος γύρω από την άγκυρά του, χωρίς να δέσεις έξω στο λιμάνι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.