αρόδου (επίρρ.)
ναυτ. όρος που σημαίνει ότι το πλοίο παραμένει έξω από το λιμάνι χωρίς να ρίξει άγκυρα.
φράσεις: “Έμεινε αρόδου” – “κάμε αρόδου” – φύγε από δω.
βλ. και αρόδο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ναυτ. όρος που σημαίνει ότι το πλοίο παραμένει έξω από το λιμάνι χωρίς να ρίξει άγκυρα.
φράσεις: “Έμεινε αρόδου” – “κάμε αρόδου” – φύγε από δω.
βλ. και αρόδο
Εύαγηελος -
Δέν είμουν σίγουρος τι σημαίνει ο ορος ” αρόδου’ το εμαθα ! Ευχαριστώ!
Μαίρη -
Ευχαριστώ πολύ. Καταπληκτική δουλειά. Συγχαρητήρια για το λεξικό σας.
Λιαρουτσος δημήτριος -
λάθος ο όρος αρόδου
είναι το αγκυροβόλιο at roads, στην ράδα
Σαββινα -
Τελικα λεμε : αγκυροβολησαμε αροδου ή αγκυροβολησαμε αροδο
Ποιο ειναι το σωστο?
Λευτέρης -
Αρόδο ή Αρόδου είναι σωστά και τα δύο. Το λάθος είναι στο ότι “δεν ρίχνεις άγκυρα”. Λάθος: Αρόδο είναι να ρίχνεις μία άγκυρα (συνήθως την πλωριά (μπροστινή) και να είσαι μέσα στον όρμο γυρνώντας το σκάφος γύρω από την άγκυρά του, χωρίς να δέσεις έξω στο λιμάνι.