Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρμυράδα (η)

  1. η γεύση του αλμυρού.
  2. αραιωμένο γάλα με πολύ αλάτι, το ποίο βάνουν στα δοχεία με τυρί, κοινώς σαλαμούρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ἁρμυράδα = ἀπόγαλο μέ πολύ ἁλάτι μέσα στό ὁποῖο διατηρεῖται τό τυρί.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.