αρμενάλι (το)
“η της οικίας ανωτάτη και μικρή οροφή” (Ιωάννης Σταματέλος, Σύλλαβος).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀρμενάλι (τό): σοφίτα, ὑπερῶον.
Ἡ λέξη προέρχεται, ὅπως φαίνεται, ἀπό τήν λέξη ἄρμενα (ΑΡΧ), ἱστία καί ἀκόμη τό σύνολο τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων γιά τόν πλοῦν τῶν πλοίων. Ἐπίσης ἀρμενίζω = πλέω μέ τά ἄρμενα, (ἐκ τοῦ ἀραρίσκω). Ἀρμενάλι κατά νοητική μεταφορά εἶναι ὁ ψηλότερος χῶρος τοῦ σπιτιοῦ, σάν νά εἶναι στήν κορυφή τοῦ καταρτιοῦ, με ἐξαιρετική θέα στό πέλαγος. Σάν νά ἀρμενίζουν. Εἶναι ὅπως φαίνεται ἄλλη μιά λέξη πού χρησιμοποιεῖται στήν ξύλινη κατασκευή τῆς Λευκάδας δανεισμένη ἀπό τήν ναυπηγική.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ἀρμενάλι § ἡ τῆς οἰκίας ἀνωτάτη καὶ μικρὰ ὀροφή.
Σημ. ἡ λέξις φαίνεται ἔκφυλος