αρμάθα (η)
άθροισμα αντικειμένων ομοίων διαπερασμένων με κλωστή, αλυσίδα, βούρλο κ.λπ.
“Μια αρμαθιά ή αρμαθιά, κλειδιά” – “Μια αρμαθιά σύκα”, αλλιώς τσεπέλα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁρμάθα: /ἡ/ (ὁρμαθὸς) = ἄθροισμα πραγμάτων διαπερασμένων διὰ νήματος, βούρλου κ.τ.τ. (σῦκα, φύλλα καπνοῦ, κλειδιὰ κ.λ.π.).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης