αρμάρι (το)
ντουλάπι διαφόρων τύπων, μεγεθών και χρήσεων. Κυρίως όμως για τα κουζινικά τρόφιμα και σκεύη.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁρμάρι /τὸ/: ἐρμάριον, ντουλάπι σκευῶν ἢ τροφίμων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἁρμάρι (τό): ἑρμάριον, ντουλάπι.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Ἀρμάρι = ἐρμάρι, ντουλάπι σκευῶν καί τροφίμων.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής