αρμαδούρα (η)
ναυτ. όρος της τράτας = εξοπλισμός, σκαρμαφωλιά.
“Το νήμα που ενώνει το καλαμέντο (=με το σκοινί της τράτας που έχει μολύβια) με το κιάρο (= το πρώτο αραιό δίχτυ της τράτας) στην τράτα (Λάζαρης).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀρμαδούρα: /ἡ/ (Ἰ. armatura) = ἐξόπλισις, θύρωμα, σκαλμοδόχη, σκαρμοφωληά, τὸ νῆμα ποὺ ἑνώνει τὸ καλαμέντο μὲ τὸ κιάρο εἰς τὴν τράταν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης