αρίδα (η)
- τρυπάνι διαφόρων μεγεθών. Παροιμία: “Βρήκε η αρίδα το ρόζο”.
- μτφ. το πόδι του ανθρώπου: “Μάζεψε τις αρίδες σου” – “τέντωσα την αρίδα μου”.
Σε χργρ. του 1728 βρίσκομε: “και μια αρίδα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
ἀρίδα: τρυπάνι, ( AΡX. = ἀρίς).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Εδώ με την έννοια του ποδιού. “Μάζεψε την αρίδα σου”, λέμε. Από το αρχαίο Αρίς-αρίδος, το γνωστό τρυπάνι.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Γιῶργος Τσαΐνης -
Χαίρομαι πού, ἔστω καὶ ἐξ αἰτίας τῆς “ἀρίδας”, ἐπικοινωνοῦμαι .
Μέ ρώτησαν τά ἐγγόνια μου, τί σημαίνει “ἀρίδα” καἰ … “πιάστηκα στή φάκα¨ …
Ἀναζητῶντας διέξοδο, βρέθηκα στή Λευκαδίτικη παρέα σας καὶ πῆρα τήν ἀπάντηση .
Συγχαριτήρια !!!
γιά τήν ἀδιαμφισβήτητη προσφορά σας, ἀνεξάρτητα ἀπό τὸ πόσο ἀντιληπτή γίνεται ἀπό τὸ ἀναγνωστικό κοινό …
myladmin -
Χαιρόμαστε που η προσπάθεια μας σας φάνηκε χρήσιμη!
Σας ευχαριστούμε για τα καλά σας λόγια!
EvaN Ag -
εύγε