Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αρίδα (η)

  1. τρυπάνι διαφόρων μεγεθών. Παροιμία: “Βρήκε η αρίδα το ρόζο”.
  2. μτφ. το πόδι του ανθρώπου: “Μάζεψε τις αρίδες σου” – “τέντωσα την αρίδα μου”.
    Σε χργρ. του 1728 βρίσκομε: “και μια αρίδα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


ἀρίδα: τρυπάνι, ( AΡX. = ἀρίς).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου


Εδώ με την έννοια του ποδιού. “Μάζεψε την αρίδα σου”, λέμε. Από το αρχαίο Αρίς-αρίδος, το γνωστό τρυπάνι.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

(3) Σχόλια

  1. Χαίρομαι πού, ἔστω καὶ ἐξ αἰτίας τῆς “ἀρίδας”, ἐπικοινωνοῦμαι .
    Μέ ρώτησαν τά ἐγγόνια μου, τί σημαίνει “ἀρίδα” καἰ … “πιάστηκα στή φάκα¨ …
    Ἀναζητῶντας διέξοδο, βρέθηκα στή Λευκαδίτικη παρέα σας καὶ πῆρα τήν ἀπάντηση .

    Συγχαριτήρια !!!
    γιά τήν ἀδιαμφισβήτητη προσφορά σας, ἀνεξάρτητα ἀπό τὸ πόσο ἀντιληπτή γίνεται ἀπό τὸ ἀναγνωστικό κοινό …

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.