αργάζω
- επεξεργάζομαι, δέρνω, κακοποιώ: “Άργασε τα τομάρια και τα κρέμασε να στεγνώσουν” Αυτό στα βυρσοδεψία. “Αν δεν αργαστεί καλά το τομάρι, δεν γίνεται πετσί για παπούτσια της προκοπής”.
- “Τον άργασα στο ξύλο” ή “Θα στ΄ αργάσω το τομάρι” = θα σε δείρω πολύ.
- μτφ. στο δέρμα του ανθρώπου: “Τα χέρια μου άργασαν, και ρόζιασαν απ΄το σκάψιμο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀργάζω: (ἐργάζω) = κατεργάζομαι συστηματικῶς, πλήττω με διάρκειαν: «τὸν ἄργασε στὸ ξῦλο».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης