αρεφάρω και ριφάρω
ξαναφκιάχνω κάτι, ξανακάνω, συγυρίζω, φκιάχνω το στομάχι μου, αναρρώνω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ριφάρω, Ἀρεφάρω καί Ἀριφάρω: (Ἰ. rifare) = ἐπανορθῶ, ἐπισκευάζω, ἐλαφρύνω, ἀναρρωνύω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης