αραβάνι (το)
το ειδικό βάδισμα των αλόγων (σπάνια των μουλαριών), το σταθερό, αρμονικό και γλήγορο, που το πετυχαίνουν με εξάσκηση πολλή χρησιμοποιώντας τις γίγκλες. Τα άλογα αυτά λέγονται αραβανιάρικα, δηλ. καμαρωτά
μτφ.: αραβανιάρες λένε τις ζωηρές και καλοπερπατούσες κοπέλες στα χωριά.