άραχνος -η -ο
ταλαιπωρημένος, θλιμμένος, αραχνιασμένος: “Μαύρος κι άραχλος είναι ο δυστυχής”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄραχνος -η -ο: (ἀράχνειος) = ἀραχνιασμένος, ἔρημος, πένθιμος, δυστυχής.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“Μαύρα κι άραχλα”, απαντάται στην ερώτηση: “πώς τα βλέπεις τα πράγματα;”
Επίθετα από το άραχνος (αράχνη) και μαύρος. Ο Παλαμάς: “Και στο σπίτι τ΄ άραχλο γυρνώντας … “.
Μεταφορικά ο άθλιος,, ο ελεεινός (αραχνιασμένος κ.λπ). Το άραχλος είναι ο λαϊκός τύπος του άραχνος.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἄραχνος = ἄραχλος, πένθιμος καί δυστυχισμένος, μαύρη κι ἄραχνη (μαύρη κι ἄραχλη).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Άραχνος-η-ον : (αράχνειος) = ο αραχνιασμένος. Η έκφραση «μαύρα κι άραχνα» δηλώνει την απελπιστική κατάσταση της ερήμωσης και της εγκατάλειψης, όπου ευδοκιμούν μόνο οι ιστοί της αράχνης…Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα