Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αψύς (ο)

ο ευέξαπτος, ζωηρός. “Αυτός είναι αψύς, είναι παλικαράς”. Κάποτε λέγεται και ειρωνικά.
φράσεις: “Το ξίδι είναι πολύ αψύ” – “μην αστειεύεσαι με τ΄ άλογο γιατί είναι αψύ”.
παροιμία: “Είναι αψύς και θα σκάσει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀψὺς (αἶψα, ἅπτομαι) = ὀξύς, δριμύς, ζωηρός, ἀτίθασος. (τὸ ξῦδι εἶναι ἁψύ, τὸ ἄλογο εἶν’ ἁψύ).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.