αψύς (ο)
ο ευέξαπτος, ζωηρός. “Αυτός είναι αψύς, είναι παλικαράς”. Κάποτε λέγεται και ειρωνικά.
φράσεις: “Το ξίδι είναι πολύ αψύ” – “μην αστειεύεσαι με τ΄ άλογο γιατί είναι αψύ”.
παροιμία: “Είναι αψύς και θα σκάσει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀψὺς (αἶψα, ἅπτομαι) = ὀξύς, δριμύς, ζωηρός, ἀτίθασος. (τὸ ξῦδι εἶναι ἁψύ, τὸ ἄλογο εἶν’ ἁψύ).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης