αποξυλώνω
κάνω κάτι σκληρό σαν ξύλο, απονεκρώνω: “Τα ΄κουσε κι έμεινε σύξυλος”.
κατάρα: όταν μας λένε “δεν ξέρω (τα παιδιά κυρίως), τους απαντούμε με οργή: “Να ξεραθείς και να αποξ΄λωθείς”.
Όταν μας λένε: “ε”, τους λέμε “Έξ΄νο (ή εξ) και ξερό κι αποξ΄λωμένο“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποξ(υ)λώνω: (ἀπὸ-ξύλον) = ἀποξηραίνω, ἀπονεκρώνω, λέγεται ὡς κατάρα ἢ ὕβρις: «νὰ ξεραθῇς καὶ ν’ ἀποξλωθῇς», «ἕξ καὶ ξερὸ κι’ ἀποξλωμένο»).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης