Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αποξηλώνω

  1. αποσυνθέτω τελείως μια ξύλινη κατασκευή, πάτωμα, ταβάνι, κ.α. ξεκαρφώνω.
  2. σε υφάσματα και παπούτσια: “ξήλωσα το φουστάνι μου” – “μου ξηλώθηκε το παπούτσι μου”.
    κατάρα: “Τον κακό σου τον καιρ΄, αποξ΄λωμένο μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.