αποξηλώνω
- αποσυνθέτω τελείως μια ξύλινη κατασκευή, πάτωμα, ταβάνι, κ.α. ξεκαρφώνω.
- σε υφάσματα και παπούτσια: “ξήλωσα το φουστάνι μου” – “μου ξηλώθηκε το παπούτσι μου”.
κατάρα: “Τον κακό σου τον καιρ΄, αποξ΄λωμένο μου.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!