αποσταμάρα (η)
μεγάλη κόπωση, αποκαμωμάρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποσταμάρα: /ἡ/ (ἀπὸ-σθένω) = καταπόνησις, κόπωσις, ἀποκαμωμάρα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
μεγάλη κόπωση, αποκαμωμάρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποσταμάρα: /ἡ/ (ἀπὸ-σθένω) = καταπόνησις, κόπωσις, ἀποκαμωμάρα.