Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αποσούρι -ια (το)

το κατακάθι απ΄το κρασί, απ΄το λάδι.
Αποσούρι έλεγαν και το τελευταίο παιδί της οικογένειας. (Οι παλιοί έκαναν πολλά παιδιά). Όταν περνούσε ο τάδε από τα γνωστά μας πεζούλια των μαγαζιών έλεγαν ειρωνικά: “Περνάει το αποσούρι του τάδε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀποσοῦρι: /τὸ/ (ἀπὸ-σαίρω) = κατάλοιπον, ὑπόλειμμα, κατακάθι, ὑποπροϊόν.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀποσούρι = κατακάθι, τό τελευταῖο κρασί τοῦ βαρελιοῦ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.