απορδαλιά (η)
το θαμνώδες φυτό κοκορεβυθιά. Τα φύλλα της κοκκινίζουν το φθινόπωρο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπορδαλιὰ: /ἡ/ (πορδαλέος) = θάμνος παραπλήσιος τῆς πιστάκης (κοκκορεβυθιᾶς).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀπορδαλιά = φυλλοβόλος θάμνος πού ἀναπτύσσεται συνήθως μέ ἄλλα ἀειθαλῆ φυτά πού προτοῦ πέσουν τά φύλλα τους παίρνουν ὡραῖο κοκκινωπό χρῶμα καί στολίζουν τά βουνά κατά τό φθινόπωρο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής