απομονή (η)
το απόκομμα, αυτό που απομένει από ένα κομμάτι ξύλο, σίδερο κ.λπ.
Σε σατιρικό στιχούργημα του τόπου μας διαβάζομε: “Κι αν μείνει κι η απομονή φκιάσε μια κλαδευτήρα”. / “Κι έμεινε η απομονή και φκιάν΄ μια κλαδευτήρα”. (Λαογραφικά Σύμμεικτα Λευκάδας, σελ 257).