(απο)ληρ(η)μένο (αποληρημένο / αποληρμένο)
(Απο)ληρ(η)μένο: μτχ. παρακ. του αποληρέομαι-ούμαι = είμαι μωρός, μωρολογώ και λήρος, ο, = ο ανόητος, ο μωρός.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(Απο)ληρ(η)μένο: μτχ. παρακ. του αποληρέομαι-ούμαι = είμαι μωρός, μωρολογώ και λήρος, ο, = ο ανόητος, ο μωρός.