αποκόβω
σταματώ να δίνω γάλα: η μάνα στα νεογέννητά της, τα ζώα στα μικρά τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποκόβω: (ἀπὸ-κόπτω) = ἀπογαλακτίζω βρέφος ἢ νεογνὸν οἰκοσίτου, ἀπομακρύνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης