απόκοσμος-η-ον
Απόκοσμος-η-ον: (από+κόσμος) = ο μακράν του κόσμου, ο μη κοινωνικοποιημένος και κατ’ επέκταση ο απολίτιστος. Εσυνηθίζετο και η ταυτόσημη έκφραση ασυναύλιαστος, ο μη συναυλιζόμενος (συν+αυλή), ή και ο μη συνδαυλιασμένος ( συν+δαυλός) = ο μη συναναστρεφόμενος με τον κόσμο. Γιατί πράγματι η μετάβαση–επικοινωνία από αυλή σε αυλή παλαιότερα, μετά την δύση του ηλίου, γίνονταν με τον αναμμένο δαυλό ανά χείρας…