αποκοντά (επίρρ.)
- όταν κανείς ακολουθεί κάποιον από σιμά. “Με πήρε αποκοντά το παιδί κλαίοντας” = με ακολούθησε. “Το σκυλί με πήρε απόκοντά”.
- σημαίνει και ύστερα, κατόπιν. “Αποκοντά θα σου πω” = ύστερα θα σου πω. “Αυτό θα γίνει αποκοντά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποκοντὰ: /ἐπίρ./ (ἀπὸ-κώνταξ, κοντός) = κατόπιν, ἔπειτα, ἀκολούθως, ἐκ τοῦ πλησίον, ἐν συνεχείᾳ, ἐκ τοῦ σύνεγγυς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης