απόφωνο (το)
η φωνή που έρχεται ακαθόριστη από μακριά. Η τελευταία κραυγή ανθρώπου ετοιμοθάνατου.
Κατάρα: “Ν΄ ακούσω τ΄ απόφωνά σου, να δώσει ο Θεός κι η Παναγία”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπόφωνο: /τὸ/ (άπὸ-φωνὴ) = ἡ ὑστάτη κραυγὴ τοῦ βιαίως θνήσκοντος.
Κατάρα: “π΄ν΄ακούσω τ΄ απόφωνό σ΄”, την τελευταία φωνή σου (κραυγή θανάτου). Επικαλείται μάλιστα ο καταρώμενος “Θεέ και Παναγία μ΄”. Εμείς πάντα στον πληθυντικό “απόφωνα”. Η λέξη σχετική με την “αποφώνηση” των ραδιοφωνικών εκπομπών.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀπόφωνο = ἀντίλαλος, ἀντανάκλαση τοῦ ἤχου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
(ιδμτ) ὀ,τι ακούγεται για κάποιον μετά θάνατον, υστεροφημία
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε