Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απλοπίνακας (ο)

φαρμάκι, δηλητήριο.
“Να του γένει απλοπίνακας μέσα τους”.
Λέγεται όταν κλέψει κανείς είδος φαγώσιμο από σπίτι ή κτήμα, π.χ. αυγά, πορτοκάλια, κ.λπ. Τότε εκστομίζεται αυτή η κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ κακός απλοπίνακας”.
Ο απλοπίνακας προφανώς ήταν πολύ πικρό φυτό.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἁπλοπίνακα: /τὸ/ (Λ. ampus-πινάκιον) = πιᾶτο πλῆρες φαγητοῦ. «φαρμάκι μωρὲ σὲ τάϊσα ἢ ἁπλοπίνακο;».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.