απλοπίνακας (ο)
φαρμάκι, δηλητήριο.
“Να του γένει απλοπίνακας μέσα τους”.
Λέγεται όταν κλέψει κανείς είδος φαγώσιμο από σπίτι ή κτήμα, π.χ. αυγά, πορτοκάλια, κ.λπ. Τότε εκστομίζεται αυτή η κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ κακός απλοπίνακας”.
Ο απλοπίνακας προφανώς ήταν πολύ πικρό φυτό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἁπλοπίνακα: /τὸ/ (Λ. ampus-πινάκιον) = πιᾶτο πλῆρες φαγητοῦ. «φαρμάκι μωρὲ σὲ τάϊσα ἢ ἁπλοπίνακο;».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης