άπλερος (ο)
αδύνατος, καχεκτικός, τρυφερός.
Τα επίθετα αυτά αποδίδονται σ΄ ανθρώπους και ζώα: “Πουλάκι άπλερο ακόμα” – “έκαμ΄ ένα μοσκαράκ΄ μπιτ άπλερο” – “Αυτό το παιδί είναι άπλερο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄπλερος -η -ο: (ἀ-πλήρης) = ἀτελής, ἀτροφικός, ἀσθενικός, ἰσχνός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Συνηθέστατος ο τύπος του ουδέτερου του επιθέτου άπλερος, άπλερο. Ο μη πλήρης. Οι Λευκαδίτες (και οι Καρσάνοι) τον χρησιμοποιούν με την έννοια του αδύνατου του καχεκτικού (Κοντομίχης). Αυτό λέμε είναι άπλερο, ασθενικό.
Ο Κριαράς το ετυμολογεί από το στερητικό α και το πλέριος (πλήρης δηλ.).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἄπλερος = ἀδύνατος, ἀνίκανος, ἀδέξιος, αὐτός εἶναι ἄπλερος (αὐτός εἶναι ἀνίκανος).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
“καὶ τὸ περιπλοκάδι, ποῦ πάντα κρύβεται δειλὸ καί τ΄ ἄπλερο κορμί του ἀλλοῦ στυλώνει τὸ φτωχό …” (σελ. 152, Αθ. Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ)
μὴ πλῆρες.
Ἀντίθετο τοῦ ἄπλερος εἶναι τὸ μεστός, σταλωμένος.
Ἂπλερα λέγονται ἐπίσης καί ζῷα ἢ πτηνὰ γεννώμενα πρὸ τοῦ καιροῦ καί τότε εἶναι συνώνυμο τοῦ ἀπασπάλωτα, τουτέστιν ἔχοντα σῶμα ἄμορφον.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο