απήγανος (ο) ή πήγανος ή πηγανιά
το φαρμακευτικό φυτό ρυτή ή βαρύοσμος. Χρήσιμο και για την κατασκευή της ρακής παλιότερα (Ιωάννης Σταματέλος, Σύλλαβος).
Οι παλιοί με τον απήγανο στο χέρι έκαναν ξόρκια. Το χρησιμοποιούσαν και για θεραπευτικούς λόγους. Είναι επίσης και αρτυματικό φυτό, το έχουν και σε κήπους.
Σε χργρ γιατροσόφι διαβάζομε: “Καρυδόλαδο και πήγανον ζούμπισέ τον με γυναικείον γάλα και ζωντανού προβάτου μαλλιά, άπλυτα, να τα βάλεις όλα εις μίαν κούπα, να τα ζυμώσεις, να τα κάμεις κουβάρι, να τα βάλεις μέσα στην μήθρα της. Πότε να τα βγάζεις; Αφού περάσουνε εικοσιτέσσερις ώρες να τα βγάλεις και να κάμει με τον άντρα της. Έπειτα κάμει παιδίον. ”
Έτερον: “Πίνε τον ζωμόν της πηγανιάς και αλείφου δαφνόλαδον και αμυγδαλόλαδον, εις πάνον νεφρών”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 74).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπήγανος: /ὁ/ (πήγανον) = τὸ θαμνῶδες ρυτῆ ἡ βαρύοσμος, πήγανος.