απίδρομος (ο)
η φόρα που παίρνομε προκειμένου να τρέξομε γρηγορότερα
ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄ 24: “κι ο γέροντας μ΄ απίδρομο σαν παλληκάρι τρέχει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπίδρομος: /ὁ/ (ἐπὶ-δρόμος) = ὁρμητικὴ ἐκκίνησις, φόρα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Η φορά “παίρνω απίδρομο” και ο Βαλαωρίτης, πιο παραστατικός “όταν οπισθοχωρεί τις όπως ορμήσι ή πηδήση” (σελ. 363) και “ο γέροντας μ΄ απίδρομο σαν παλληκάρι τρέχει” (σελ. 334).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ἀπίδρομος = φόρα γιά πήδημα, πῆρε ἀπίδρομο, (πῆρε φόρα), ἴσως ἀπό τό ἐπί-δρόμος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής