απαρθενεύω
ανήκω -ει κάποιο πράγμα σε κάποιον.
Λέξη συνήθης στα παλαιά προικοσύμφωνα και συμβόλαια.
π.χ.: “Όσον αμπέλι της απαρθενεύει”. “Από το χωράφι στου Φάο, μου απαρθενεύει το μισό”. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπαρθενεύω: /σπ./ (Ἰ. appartenere) = ἀνήκω, ἀρμόζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης