Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απαρθενεύω

ανήκω -ει κάποιο πράγμα σε κάποιον.
Λέξη συνήθης στα παλαιά προικοσύμφωνα και συμβόλαια.
π.χ.: “Όσον αμπέλι της απαρθενεύει”. “Από το χωράφι στου Φάο, μου απαρθενεύει το μισό”. (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀπαρθενεύω: /σπ./ (Ἰ. appartenere) = ἀνήκω, ἀρμόζω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.