απαλό (το)
το μαλακό μέρος της κεφαλής των νεογέννητων, στο μετωπικό οστό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπαλὸ: /τὸ/ = μαλακὸν τμῆμα τῆς κεφαλῆς βρέφους κατὰ τὴν κρανιακὴν πηγὴν (τὸ σημεῖον ἐπαφῆς τοῦ μετωπικοῦ καὶ τῶν δύο βρεγματικῶν ὀστῶν).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἁπαλό = τό μαλακό σημεῖο τῆς κεφαλῆς τοῦ μωροῦ πού βρίσκεται στό κέντρο τοῦ μπροστινοῦ κρανίου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής