Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

απακούμπι (το)

στήριγμα ηθικό ή υλικό, ελπίδα καταφυγής: “Έχω ένα απακούμπι στη φτώχεια μου στα γεράματά μου”- “Το ΄χω απακούμπι στα γεράματά μου” – “Έχει κι αυτός ένα απακούμπι, να μην είναι τελείως έρημος” – “Τ΄ απακούμπι μου στο Θεό”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.