Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντσάλι (το)

ενίσχυση, συρραφή του διχτυού στο σκοινί της τράτας.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀντσάλι: /τὸ/ (ἀνάσιλος, Π.Τ. ἀσάλ, Ἰ. anca-iale) = συμπλήρωμα, ἐνίσχυσις, συρραφὴ τοῦ δικτύου εἰς τὸ σχοινίον τῆς τράτας.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.