αντρίτα ή ντρίτα (επίρρ.)
κατ΄ ευθείαν μπροστά, ίσα στο αντικρινό μέρος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντρίτα: /ἐπίρ./ (Ἰ. a diritto, Ἀλ. dρέjτε) = κατ’ εὐθεῖαν, κατὰ μέτωπον, ἀντίκρυ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης