Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντράκλα (η)

  1. το φυτό χεροβότανο (αδράχλη η αγρία), είναι ιαματικό.
  2. το σαλατικό αδράχνη, κοινώς γλυστρίδα
  3. ξύλα καύσιμα, όχι χοντρά – “Πάμε για αντράκλα;” (Γ. Μαραγκός).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀντράκλα:  /ἡ/ (ἀνδράχνη) = τὸ σαλατικὸν ἀνδράχνη, πορτουλάπη ἠ λαχανηρά, ὀλισθηρίς, γλυστρίδα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βλ. καί ἀντράκλι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.